Ποιους δείκτες επικαλείται
Αναλυτική απάντηση για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας δίνει, με ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος.
«Δύο από τα αντιπολιτευτικά κλισέ που ακούμε συχνά τελευταία από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ κάνουν λόγο για επισφαλή πορεία της οικονομίας. Κατά τους επικριτές της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής "το ρεκόρ 20ετίας άμεσων ξένων επενδύσεων εστιάζεται στο real estate άρα δεν υπάρχει αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου" ενώ επιπλέον "η χώρα κινδυνεύει ξανά με δημοσιονομικό εκτροχιασμό λόγω υψηλού χρέους και της δημοσιονομικής επέκτασης που ακολουθήθηκε κατά την υγειονομική και ενεργειακή κρίση"», σημειώνει εισαγωγικώς ο υπουργός Επικρατείας και συνεχίζει:
«Και οι δυο ισχυρισμοί είναι ψευδείς και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Το πιστοποιούν τόσο οι δείκτες των διεθνών επενδυτικών οίκων που ήδη προχώρησαν στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Eurostat.
Ως προς το πρώτο κλισέ που θέλει την Ελλάδα να μην παράγει "ούτε καρφίτσα" και να προσελκύει ξένες επενδύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας για την οικονομία, τα στοιχεία είναι συντριπτικά», αναφέρει επικαλούμενος στοιχεία της εταιρείας DBRS.
Εξ άλλου, προσθέτει, «το 2021 και 2022 οι αγορές ακινήτων ήταν όντως σημαντικό κομμάτι των άμεσων ξένων επενδύσεων [...] αλλά είναι πολύ μακριά από το να είναι η πλειοψηφία των ΑΞΕ. Για παράδειγμα, το 2022 οι επενδύσεις στη μεταποίηση ήταν περισσότερες από τις αγορές real estate, υπερβαίνοντας το 1 δισ. ευρώ, όσες δηλαδή περίπου ήταν συνολικά οι ΑΞΕ στην Ελλάδα στις αρχές του 2000.
Η Ελλάδα μάλιστα είναι μια από τις 5 ευρωπαϊκές χώρες που κατάφεραν να αυξήσουν την μεταποιητική τους παραγωγή μέσα στο 2023, σημειώνοντας την 4η καλύτερη επίδοση πανευρωπαϊκά, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες είδαν συνολική μείωση στη δική τους μεταποιητική δραστηριότητα -Γερμανίας, Ιταλίας και Γαλλίας συμπεριλαμβανομένων».
Και ο Ά. Σκέρτσος συμπληρώνει: «Γιατί είναι σημαντική η μεταποίηση; Διότι κατά κανόνα προσφέρει σταθερές, καλύτερα αμειβόμενες δουλειές και απευθύνεται στις ξένες αγορές συμβάλλοντας στην αύξηση των εξαγωγών μας. Εδώ να θυμίσουμε επίσης ότι οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ένας δείκτης "υγείας" της οικονομίας, αποτελούν πλέον το 50% του ΑΕΠ ενώ πριν την κρίση χρέους ήταν κοντά στο 20%».
Παραλλήλως, «ως προς το δεύτερο κλισέ που διατυπώνει ανησυχίες για τα δημόσια οικονομικά, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, [...] η Ελλάδα έχει πλέον ένα από τα χαμηλότερα κρατικά ελλείμματα στις αναπτυγμένες οικονομίες (μικρότερο και από τη Γερμανία), ταυτόχρονα είναι μια από τις λίγες χώρες της ευρωζώνης που καταγράφουν πρωτογενές πλεόνασμα και έχουν πετύχει τη σημαντικότερη δημοσιονομική διόρθωση μετά την πανδημία.
Αυτό συμπληρώνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τη Eurostat η Ελλάδα σημειώνει τη μεγαλύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην ΕΕ [...] άνω των 20 μονάδων, πορεία που θα συνεχίσει να είναι έντονα πτωτική και τα επόμενα χρόνια καθώς σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας που έχουμε καταθέσει θα βρεθεί κάτω του 140% έως το τέλος της τρέχουσας θητείας».
Καταλήγει δε με την επισήμανση, «τα παραπάνω δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι υποτιμούμε την κληρονομιά της ελληνικής κρίσης χρέους η οποία, παρά την σημαντική βελτίωση των τελευταίων τεσσάρων ετών, είναι ακόμα παρούσα σε οικονομικές μεταβλητές όπως το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και η ανεργία (κυρίως αυτή των νέων). Ούτε αγνοούμε τα ρίσκα που προέρχονται από τις διεθνείς γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Και βεβαίως δεν θεωρούμε ότι έχουν ολοκληρωθεί όλες οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται ώστε η χώρα μας να φτάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον τομέα της οικονομίας.
Έχουμε επίγνωση όλων των παραπάνω, και ακριβώς για αυτό τον λόγο στις προγραμματικές δηλώσεις παρουσιάσαμε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό οικονομικό πρόγραμμα που στηρίζεται στη συνέχεια της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και των μεταρρυθμίσεων. Οι πολιτικές αυτές εξασφαλίζουν ότι η πρόοδος της προηγούμενης τετραετίας θα συνεχιστεί και η κρίση της περασμένης δεκαετίας δεν θα επαναληφθεί».