Πώς ερμηνεύεται η απλή αναλογική
Οι εθνικές εκλογές «κλείδωσαν» τελικά για την Κυριακή 21 Μαΐου. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θέσει το δίλημμα της Νέας Δημοκρατίας από τον περασμένο Νοέμβριο. Κατά τη διάρκεια περιοδείας του στο Αίγιο είχε τονίζει χαρακτηριστικά πως «το δίλημμα είναι: θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω; Θα συνεχίσουμε σε μία πορεία ανάπτυξης η οποία δημιουργεί θέσεις εργασίας, βελτιώνει το εισόδημα των πολιτών, προσελκύει επενδύσεις ή θα γυρίσουμε πίσω στις εποχές τις οποίες θέλουμε να ξεχάσουμε οριστικά, αυτές των δημοψηφισμάτων, των κλειστών τραπεζών, των συνταξιούχων οι οποίοι έκλαιγαν έξω από τα ΑΤΜ».
«Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια θωράκισης της Άμυνας της χώρας ή θα αρχίσουμε να λέμε κουβέντες του αέρα, ότι θα ακυρώσουμε την Ελληνογαλλική συμφωνία και δεν θα παραλάβουμε τα Rafale και τις Belharra, όπως πρόσφατα ακούστηκε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης;». Αρκετά τα διλήμματα που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης, ωστόσο το βασικό που θα προτάσσει από ‘δω και πέρα θα είναι όπως όλα δείχνουν, ένα: Εάν ο λαός επιθυμεί ακυβερνησία ή σταθερότητα.
Σύμφωνα με το αφήγημα του Μεγάρου Μαξίμου, οι πολίτες θα πρέπει να επιλέξουν τη Νέα Δημοκρατία καθώς είναι το κόμμα που βρίσκεται πιο κοντά στο να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Όχι όμως στις 21 Μαΐου, αφού κάτι τέτοιο φαντάζει σχεδόν πρακτικά αδύνατο εξαιτίας της απλής αναλογικής, αλλά στις επόμενες κάλπες, αυτές που θα στηθούν στις 2 Ιουλίου, όπως όλα δείχνουν.
Ακριβώς ένα μήνα μετά από την εθνική τραγωδία στα Τέμπη και το μούδιασμα- οργή που προκάλεσε σε ολόκληρη την κοινωνία, η κυβέρνηση έχοντας ως «οδηγό» τη μάχη με το βαθύ κράτος του αναχρονισμού με στόχο να διορθωθούν τα κακώς κείμενα που κρατούν τη χώρα πίσω, ξαναβρίσκει το βηματισμό της και βγαίνει μπροστά διεκδικώντας από τους πολίτες ισχυρή εντολή για μία ακόμη τετραετία και επισημαίνοντας ότι η χώρα χρειάζεται σταθερό χέρι στο τιμόνι για να συνεχιστεί το έργο που έχει επιτευχθεί στην οικονομία, την κοινωνία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική.
Ο γαλάζιος πήχης του 34%
Ήδη από το γαλάζιο κομματικό επιτελείο έχουν ήδη γίνει οι πρώτοι υπολογισμοί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να επαναλαμβάνει ότι η απλή αναλογική αποτελεί παγίδα ακυβερνησίας υπογραμμίζοντας την κρισιμότητα της πρώτης ψήφου με την οποία οι πολίτες θα επιλέξουν ποιος θέλουν να κυβερνήσει.
Επειδή όμως τα εκλογικά μαθηματικά είναι συγκεκριμένα κατά την προεκλογική αυτή διαδρομή την οποία η ΝΔ θα δώσει με ένταση, στόχος είναι ο γαλάζιος πήχης στην κάλπη της 21ης Μαΐου σίγουρα να αγγίξει ( ακόμα καλύτερα να ξεπεράσει) το 34%, ώστε με την πόλωση που θα κορυφωθεί μεταξύ πρώτης και δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης η ΝΔ να φτάσει το 38% στην δεύτερη κάλπη της ενισχυμένης αναλογικής που επιτρέπει την αυτοδυναμία. Και αυτό γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Με το σύστημα της απλής αναλογικής εάν το ποσοστό των εκτός βουλής κομμάτων δεν ξεπεράσει το 8% (2019), τότε το πρώτο κόμμα για να πάρει οριακή πλειοψηφία 151 εδρών θα χρειαστεί 46%, κάτι που με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο. Και αυτό γιατί ο εκλογικός νόμος 4406/2016 προβλέπει κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα και υπολογισμό των κοινοβουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε καθένα από τα κόμματα, τα οποία συγκεντρώνουν τουλάχιστον 3% επί των έγκυρων ψήφων.
Έτσι όλα τα κόμματα, θα εξασφαλίσουν αναλογικά τις έδρες τους, με βάση το ποσοστό τους, ενώ όσο περισσότερα κόμματα μπουν στη Βουλή, τόσο «μικραίνει η πίτα» για όλους. Πάντως για τη ΝΔ διαφορά ασφαλείας με τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται μία απόσταση 3,5-4 μονάδων, καθώς με αυτά τα αποτελέσματα «κλειδώνει» για τη ΝΔ η πρωτιά και στις δεύτερες κάλπες.
Στρατηγική αυτοδυναμίας
Απέναντι στην προοδευτική διακυβέρνηση που προτάσσει ο ΣΥΡΙΖΑ και τις προϋποθέσεις που θέτει το ΠΑΣΟΚ για συμμετοχή σε συγκυβέρνηση με πρωθυπουργό τρίτο πολιτικό πρόσωπο η ΝΔ έχει ξεκάθαρη στρατηγική που δεν είναι άλλη από την αυτοδυναμία, διαμηνύοντας ότι αυτό δεν αποτελεί αλαζονική πρόταση αλλά προϋπόθεση για να κυβερνηθεί με σταθερότητα η χώρα και να μην απαιτούνται ατέρμονα παζάρια μεταξύ κυβερνητικών εταίρων για να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις.
Ο πρωθυπουργός μάλιστα εξηγεί μέσα από παραδείγματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες πχ Βουλγαρία και Γερμανία, την αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων που οδηγεί σε παρατεταμένη αστάθεια που οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς.
Γι’ αυτό το μήνυμα που εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «αυτοδύναμη ΝΔ σημαίνει ισχυρή Ελλάδα» με βασικά στοιχήματα για την επόμενη μέρα: καλύτερους μισθούς για όλους, πιο αξιοπρεπή υγεία και προσιτή στέγη κυρίως για τη νέα γενιά. Στόχος άλλωστε το γαλάζιου επιτελείου είναι να καταδειχθεί στους πολίτες ότι η πρώτη και η δεύτερη κάλπη είναι μια ενιαία διαδικασία και να καταστεί σαφές πως μια πιθανή ψήφος διαμαρτυρίας μπορεί να καταστεί ολέθρια για τη χώρα, προκαλώντας ακυβερνησία και πολιτική ανωμαλία, η οποία μετά τις κάλπες θα είναι αδύνατον να διορθωθεί.
Τη σταθερότητα προτάσσει από την πλευρά του και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας αλλά από τη δική του σκοπιά. Την περασμένη Δευτέρα, ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκρυστάλλωσε τις βασικές θέσεις και επιδιώξεις του κόμματός του, αναφέροντας κατά την παρέμβασης σε συνέδριο για την προοδευτική ατζέντα της επόμενης δεκαετίας ότι η πολιτική σταθερότητα αποτελεί «uber alles», δηλαδή το κυρίαρχο ζητούμενο των επικείμενων εκλογών, προτάσσοντας το κόμμα του ως τον κατεξοχήν εγγυητή αυτής. Κατά τον ίδιο, το δίλημμα είναι: «σταθερότητα με ΣΥΡΙΖΑ ή περιπέτεια με τη Νέα Δημοκρατία».
Βάσει της συλλογιστικής του, που εδράζεται «στο τέλος της εποχής της αυτοδυναμίας», εφόσον ο πρωθυπουργός «αρνείται την κυβέρνηση συνεργασίας, σημαίνει ότι εάν η Νέα Δημοκρατία είναι πρώτο κόμμα, θα πηγαίνουμε διαρκώς σε εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να πάρει αυτοδυναμία. Θα πάμε σίγουρα σε δεύτερη κάλπη. Αν ξανά είναι πρώτος, θα πάμε και σε τρίτη κάλπη».
Και πρόσθεσε: «αυτό είναι μια περιπέτεια για τη χώρα αντικειμενικά», δεδομένων, όπως σημείωσε, των γεωπολιτικών, πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων της περιόδου. Στον αντίποδα, για την Κουμουνδούρου η μόνη λύση στα εκλογικά διλήμματα και τυχόν μετεκλογικά αδιέξοδα συμπυκνώνεται στη φράση «προοδευτική διακυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή», κάτι που θα ακούμε όπως όλα δείχνουν, όλο και συχνότερα τις προσεχείς εβδομάδες.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης έχει διαφορετική άποψη, αφού δείχνει διατεθειμένος να συνεργαστεί είτε με κάποιο από τα δύο κόμματα, είτε με κανένα, εάν δεν συναινέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αλέξης Τσίπρας στο αίτημά του να είναι πρωθυπουργός ένα τρίτο πολιτικό πρόσωπο. Στις 16 Μαρτίου από το Ηράκλειο, ο επικεφαλής του κόμματος της ελάσσονος αντιπολίτευσης είπε χαρακτηριστικά πως «σε ό,τι αφορά το δίλημμα των εθνικών εκλογών, δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, δεν είναι Νέα Δημοκρατία ή ΣΥΡΙΖΑ. Το πραγματικό δίλημμα είναι ή ένα κράτος λάφυρο των εκάστοτε κυβερνώντων, για να το αξιοποιούν με μόνο στόχο το πελατειακό κράτος και την ενίσχυση της εξουσίας τους, ή ένα κράτος εγγυητής του δημοσίου συμφέροντος».
Για τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα πάντως, όλα αυτά είναι απλά εκβιασμοί. Μόλις ενημερώθηκε για την ημερομηνία των εκλογών έσπευσε να επισημάνει πως η ανακοίνωση αυτή από τον κ. Μητσοτάκη «συνοδεύτηκε από το γνωστό εκβιαστικό δίλημμα περί «ακυβερνησίας ή σταθερότητας». Είναι το ίδιο δίλημμα που σερβίρεται σε διάφορες εκδοχές κι από τα υπόλοιπα κόμματα, γιατί όλοι τους θέλουν να αποσπάσουν τη στήριξη ή ανοχή του λαού σε μια πολιτική που τελικά είναι αυτή, που συσσωρεύει ακόμη περισσότερη αστάθεια κι ανασφάλεια».
Για τον Περισσό, σήμερα υπάρχει η δυνατότητα ευρύτερες εργατικές – λαϊκές δυνάμεις να κάνουν το βήμα ανεξάρτητα από τις επιλογές που έκαναν μέχρι τώρα. «Να απορρίψουν τα κάλπικα διλήμματα που θα δυναμώνουν, αλλά και θα μεταλλάσσονται όσο πλησιάζουν οι κάλπες. Να προσέλθουν στις εκλογές με ένα και μόνο κριτήριο: Κανένας από τους δύο και τους πρόθυμους συγκυβερνήτες τους» όπως υπογραμμίζει.