Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε επίθεση στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη σην ομιλία του στο συνέδριο του Economist
Την ανάγκη να υπάρξει πολιτική αλλαγή, ώστε η Ελλάδα να βρει τον βηματισμό της και να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στο συνέδριο του Economist, ενώ εξαπέλυσε επίθεση στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη καταλογίζοντάς του «έλλειμμα σοβαρότητας και ευθύνης».
Ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι, ενώ σε συνθήκες κρίσης όπως οι σημερινές, χρειάζεται από την πολιτική εξουσία σχέδιο, σοβαρότητα, συναίσθηση της ανάγκης να προστατευτούν η κοινωνική συνοχή και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα, «η κυβέρνηση δυστυχώς, επενδύει στο λαϊκισμό, το διχασμό, και την υπονόμευση των θεσμών».
Σαν παράδειγμα ανέφερε «το παιγνίδι του κυρίου Μητσοτάκη με την κορυφαία εκδήλωση της δημοκρατίας, τις εκλογές. Ο πρωθυπουργός άνοιξε όλο το προηγούμενο διάστημα ο ίδιος τη διαδικασία πρόωρων εκλογών. Με δηλώσεις, με ανακοίνωση υποψηφίων του κόμματός του, με διαρροές σε φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ για τις ημερομηνίες των εκλογών, με κάλεσμα υπουργών και βουλευτών να ριχτούν στη μάχη της εκλογής τους. Χτες στη Βουλή με μισόλογα, και σήμερα σε συνέντευξή του πιο καθαρά, ανακάλυψε και μας ανακοίνωσε ότι όλα αυτά που μέχρι χθες ο ίδιος προωθούσε και προετοίμαζε, οι πρόωρες εκλογές δηλαδή, δεν είναι εθνικά υπεύθυνη επιλογή. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω ένας πολίτης που να πιστεύει ότι έτσι, με τέτοιο έλλειμα σοβαρότητας και ευθύνης, μπορούν να αντιμετωπιστεί το πλεόνασμα των πολλαπλών κρίσεων».
Συνεχίζοντας ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι για αντιμετωπιστεί αυτό το πλαίσιο των πολλαπλών κρίσεων, χρειάζεται αλλαγή οικονομικού και πολιτικού υποδείγματος και πρόσθεσε: «Η χώρα έχει ανάγκη από μια κυβέρνηση που να πιστεύει στο παρεμβατικό και ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Και όχι μια κυβέρνηση που να θεωρεί αμάρτημα να ρυθμίζει τις αγορές και να παρεμβαίνει υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση με πολιτική βούληση να συγκρουστεί με συμφέροντα, αν χρειαστεί, για τη ρύθμιση των ολιγοπωλιακών κλάδων της οικονομίας. Μία κυβέρνηση που θα ισχυροποιήσει τις ρυθμιστικές αρχές, που θα ενισχύσει τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος όπως η ΔΕΗ, ορίζοντας ένα κατάλληλο σχήμα διοίκησης με σαφή πολιτική εντολή τη συγκράτηση των τιμών».
Ακολούθως, κατέθεσε την δική του πρόταση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας: «Αναστολή του χρηματιστηρίου ενέργειας. Πλαφόν στη χονδρική και τη λιανική τιμή του ρεύματος. Μείωση του ΕΦΚ στα κατώτατα ευρωπαϊκά όρια. Αυτές είναι ενέργειες άμεσης παρέμβασης για την ανάσχεση του φαινομένου.
Aσκησε κριτική στην κυβέρνηση για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ: «Η εθνικοποίηση της Γαλλικής EDF, που ανακοινώθηκε χθες, δείχνει μια τάση απολύτως ξένη με πρακτικές όπως της ελληνικής κυβέρνησης, που σε καιρό ενεργειακής κρίσης επέλεξε την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, στερώντας από το κράτος το βασικό εργαλείο για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης».
Ο κ.Τσίπρας έκανε αναδρομή στην κυβερνητική του θητεία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το ζήτημα του ελληνικού χρέους και το Μακεδονικό «ως παραδείγματα για το τι εννοώ σχέδιο και στρατηγική με το βλέμμα στο μέλλον».
Ανέφερε ότι το 2015 στην Ελλάδα, «η απελθούσα κυβέρνηση μάς άφησε με άδεια ταμεία, ουσιαστικά εκτός προγράμματος (χωρίς να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση) και με περίπου 21 δις πληρωμές για το χρέος μέσα στο έτος. Το 2019 η νέα κυβέρνηση είχε, ανάμεσα σε άλλα πλεονεκτήματα, το μαξιλάρι ρευστότητας και ρυθμισμένο χρέος. Με ένα συντηρητικό υπολογισμό, αυτό αφορά περίπου το 75% του συνολικού μας χρέους για κατά μέσο όρο 20 χρόνια (τόσο το υπολογίζουν οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτές). Αν έχουμε ορίζοντα τα επόμενα 5-7 χρόνια, αυτό το ποσοστό ανεβαίνει πάνω από 90% του χρέους. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το 2033 διακυμαίνονται από 5 δις το χρόνο στις καλές χρονιές μέχρι 8/9δις στις χειρότερες - αριθμός που ελάχιστα αλλάζει και σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερος από το 21δις που έπρεπε να πληρώσουμε με τα ταμία άδεια, το 2015». Χάρη σε αυτή την ρύθμιση είπε ο κ. Τσίπρας «ακόμα και ο φόβος στην ευρωζώνη για τον κατακερματισμό των κρατικών ομολόγων (υψηλά επιτόκια για το Νότο, χαμηλά για το Βορρά), που προσπαθεί να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ, δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη χώρα μας.
Με σωστές πολιτικές, λοιπόν, συνέχισε « μπορεί να κρατηθεί ο μεγάλος όγκος του ελληνικού χρέους, αλλά να μειώνεται ο λόγος χρέους/ΑΕΠ, μέσω της ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει καθαρός διάδρομος για την ανάπτυξη».
Ακολούθως αναφέρθηκε στην Συμφωνία των Πρεσπών: «…Λάβαμε μια ιστορική απόφαση για την ειρήνη και τη συνεργασία, που σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά και με τον πόλεμο να σοβεί σε ευρωπαϊκό έδαφος, αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η σημασία της. Γνωρίζαμε το πολιτικό κόστος, γνωρίζαμε το όργιο λάσπης και συκοφαντίας στο οποίο μπορεί να φτάσει ο πολιτικός μας αντίπαλος και η συγκοινωνούσα με αυτόν ακροδεξιά, όμως είχε πολύ μεγάλη σημασία να θωρακίσουμε τα συμφέροντα της χώρας και να αποκαταστήσουμε το ρόλο της ως πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε στην διεθνή κρίση που επιδεινώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία ασκώντας κριτική στην ευρωπαϊκή ηγεσία: «Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα πολύ οριακό σημείο για την Ευρώπη. Τη δύσκολη αυτή κατάσταση ήρθε να επιβαρύνει η πρακτική των χωρίς μέτρο και σαφείς στόχους κυρώσεων προς τη Ρωσία, τη στιγμή που όλη η ήπειρος μας είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τα ρωσικά αποθέματα αερίου. Κυρώσεων, που υποτίθεται ότι πιέζουν και τιμωρούν τον εισβολέα, αλλά τελικά κατέληξαν να πλήττουν αυτόν που τις θεσπίζει. Αντί όμως ταυτόχρονα να εξαντλούμε όλα τα διπλωματικά περιθώρια, με στόχο την ειρήνη και την ασφάλεια, αποδεχτήκαμε μια λογική επ' αόριστο συμμετοχής σε έναν πόλεμο με οικονομικά μέσα, πυροβολώντας, σύμφωνα, με μια εύστοχη διαπίστωση, τα δικά μας πόδια».
Ακολούθως υπογράμμισε ότι είναι ανάγκη «να στρίψουμε επειγόντως το τιμόνι σε άλλη κατεύθυνση: Πρώτα από όλα για το πολύ επείγον, δηλαδή τον τερματισμό του πολέμου και τον περιορισμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Αλλά και για το αύριο, δηλαδή την οχύρωση απέναντι σε ένα νέο δημοσιονομικό κραχ, την αποκατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας, την επιτάχυνση της δίκαιης πράσινης μετάβασης, την διεύρυνση των πόρων και των πολιτικών που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή».
Συνεχίζοντας ανέφερε ότι ο ένας άξονας που πρέπει να κινηθεί η ΕΕ είναι πρωτοβουλίες μιας ενεργητικής και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής στρατηγικής, ο άλλος, πρέπει να είναι αυτός που εκτείνεται στα έκτακτα μέτρα για την ανάσχεση του στασιμοπληθωρισμού και της ενεργειακής φτώχειας και εξήγησε: «Με την αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας, με τη θέσπιση πλαφόν στα υπερκέρδη των παραγωγών, με την επέκταση της ρήτρας διαφυγής, με την αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας και την επέκταση του εύρους και της διάρκειας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει εδώ και τώρα να λάβει αποφάσεις για μια αλληλέγγυα αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και να μην αφήσει στο έλεός της τα μεμονωμένα κράτη».