Συνάντηση του πρωθυπουργού με την Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Η εξέλιξη της πανδημίας, η αναγκαιότητα λήψης των νέων μέτρων που ανακοινώθηκαν χθες και το αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, κυριάρχησαν στη σημερινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Ο κ. Μητσοτάκης ενημερώνοντας την Πρόεδρο για τις εξελίξεις από το μέτωπο της πανδημίας, είπε: «Είχα την ευκαιρία όπως είδατε χθες να κάνω μια σειρά από πρόσθετες εξαγγελίες για την πολιτική την οποία θα ακολουθήσουμε από εδώ και στο εξής, τουλάχιστον μέχρι και τις γιορτές των Χριστουγέννων. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να εκπέμπεται ένας ενιαίος λόγος, ένα ενιαίο μήνυμα από πλευράς κυβέρνησης καθώς οι πολίτες είναι δικαιολογημένα ανήσυχοι.
Το κεντρικό μήνυμα το οποίο μετέφερα και χθες και το οποίο υπηρετούν και τα μέτρα που ανακοινώσαμε είναι προφανώς ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στους πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας διότι αυτοί κινδυνεύουνε περισσότερο, να πείσουμε αυτούς οι οποίοι ακόμα δεν έχουν πειστεί να κάνουν την πρώτη δόση και να ενθαρρύνουμε - διότι εκεί εκ των πραγμάτων η προσπάθεια είναι πιο εύκολη - αυτούς οι οποίοι έχουν κάνει τις δύο πρώτες δόσεις να κάνουνε την αναμνηστική, τρίτη δόση, γι' αυτό και προσδιορίσαμε ότι στο επτάμηνο θα λήγει ουσιαστικά το πιστοποιητικό εμβολιασμού, αν και θεωρώ ότι όσοι έχουν κάνει την πρώτη και τη δεύτερη δόση δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ενθάρρυνση για να κάνουνε την τρίτη δόση.
Ταυτόχρονα επιβάλλαμε κάποιους πρόσθετους περιορισμούς στους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας, με αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνοντάς τους να κάνουν το βήμα και να εμβολιαστούν. Θέλω να σας ενημερώσω ότι τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε μια σημαντική αύξηση ως προς το ενδιαφέρον και για πρώτη δόση αλλά και για αναμνηστική δόση, αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο μετά τις χθεσινές εξαγγελίες, και πιστεύω ότι θα κάνουμε σημαντικά βήματα προόδου τις επόμενες εβδομάδες να ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο το τείχος ανοσίας.
Υποστηρίζουμε ταυτόχρονα τις δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας με όλες τις δυνάμεις που έχουμε στη διάθεσή μας, προχωράμε στην επίταξη υπηρεσιών όπου αυτό είναι απαραίτητο, σε πρώτη φάση στη βόρεια Ελλάδα, είμαστε σε απόλυτη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα ουσιαστικά δημιουργώντας ένα ενιαίο Εθνικό Σύστημα Υγείας το οποίο συμπεριλαμβάνει και δημόσιες και στρατιωτικές και ιδιωτικές δομές, και πιστεύω ότι θα το ξεπεράσουμε και αυτό το κύμα.
Και η έκκληση την οποία κάνω πάλι και στα πλαίσια της επίσκεψης είναι να μην έχουμε αχρείαστους θανάτους. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν είναι στα ποσοστά εμβολιασμού που βρίσκονται κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είμαστε περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά μπορούμε να είμαστε πολύ καλύτεροι. Και όσο αυξάνονται τα ποσοστά εμβολιασμού, τόσο μειώνονται οι νοσηλείες και τόσο περιορίζονται οι αχρείαστοι θάνατοι και δεν θα κουραστούμε να επιμένουμε στη στήριξη του εμβολιαστικού προγράμματος και θέλω να ευχαριστήσω και εσάς για τον ενθουσιασμό με τον οποίο μεταφέρετε πάντα το μήνυμα του εμβολιασμού».
Παίρνοντας το λόγο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε: «Για τον εμβολιασμό ειλικρινά σκεφτόμουνα αυτές τις ημέρες, ότι πια έχουν στερέψει οι λέξεις, τι άλλο έχει να πει κανείς. Ήρθε ένα δώρο πραγματικά στην τόσο δυστοπική κατάσταση που βιώνουμε και σαν να το αποκρούουμε. Και απορούσα και σκέφτομαι όσοι άνθρωποι με όποια επιρροή ασκούν στους γύρω τους, τους αποτρέπουν, τους απαγορεύουν, δεν τους προτρέπουν να εμβολιαστούν, πώς συμβιώνουν μετά με αυτό όταν τους οδηγούν στην ουσία σε κίνδυνο ζωής, πολλές φορές και σε θάνατο. Κάποιοι είναι υπαίτιοι για όλα αυτά που γίνονται και θα‘ θελα κι εγώ μαζί σας έτσι να απευθύνω ακόμα μια φορά αυτή την έκκληση, αυτή την υπέρτατη επίδειξη αλληλεγγύης, να πείσουμε ο καθένας, όλοι μας, χωρίς αν, χωρίς ύφος, χωρίς σκέψη για πολιτικό κόστος, χωρίς να κλείνουμε το μάτι σε ενδεχόμενα άλλα πολιτικά οφέλη ή δεν ξέρω τι άλλο είναι αυτό ή δισταγμούς, όλοι ανενδοίαστα να στηρίξουμε αυτό το πράγμα, τον εμβολιασμό, είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε. Και θέλω να πιστεύω ότι θα το καταφέρουμε».
Ο πρωθυπουργός πήρε εκ νέου το λόγο και σημείωσε: «Αυτό που είναι ενδιαφέρον κυρία Πρόεδρε είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες σχεδόν 400.000 συμπολίτες μας έκαναν το βήμα να κλείσουν ραντεβού πρώτης δόσης. Και το έκαναν τώρα, δεν τον έκαναν πριν από κάποιους μήνες. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Αντιθέτως, και ο καχύποπτος και ο επιφυλακτικός και αυτός ο οποίος μπορεί να επηρεάζεται από κάποιους, χρησιμοποίησα χθες συνειδητά τη λέξη τσαρλατάνους, οι οποίοι του λένε πράγματα τα οποία βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, και αυτοί οι συμπολίτες μας πιστεύω ότι μπορούν να πειστούν από ένα πλέγμα επιχειρημάτων από τη μία και μιας πιο δύσκολης πραγματικότητας που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν εφόσον επιλέξουν να παραμείνουν ανεμβολίαστοι. Άρα δεν υπάρχει ουσιαστικά ένας σκληρός διαχωρισμός μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, και οι ανεμβολίαστοι πιστεύω ότι έχουμε τη δυνατότητα, ένα μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, ένα μεγάλο ποσοστό, όχι όλους, να τους πείσουμε να κάνουν αυτό το βήμα».
Ο κ. Μητσοτάκης ενημέρωσε την κ. Σακελλαροπούλου και για το ταξίδι στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη συνάντηση με τον Βρετανό Πρωθυπουργό, στον οποίο όπως είπε «έθεσα μετ' επιτάσεως το ζήτημα της επιστροφής, της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα, της επιστροφής στο φυσικό τους χώρο που δεν είναι άλλος από το Μουσείο της Ακρόπολης. Τόνισα ότι αυτή η επιλογή της κυβέρνησης να αναδείξει το ζήτημα αυτό δεν είναι μια πρόσκαιρη τακτική κίνηση, είναι μια επιλογή η οποία θα έχει στρατηγική βάθος και μάλιστα ανέφερα και χαριτολογώντας ότι ένας πρωθυπουργός ο οποίος έχει τόσο μεγάλη αγάπη για την Κλασική Ελλάδα όπως ο Μπόρις Τζόνσον, θα είναι ο πρώτος ο οποίος θα έπρεπε να σπεύσει να υιοθετήσει το εγχείρημα αυτό. Θα είναι ένας μακρύς δρόμος αυτός, πιστεύω όμως ότι έχουμε μία στρατηγική και ένα σχέδιο ώστε τελικά αυτή η μεγάλη εθνική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλές δεκαετίες κάποια στιγμή να τελεσφορήσει».
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε από την πλευρά της: «Τα παρακολούθησα κύριε Πρόεδρε πράγματι με πολύ ενδιαφέρον. Από τη δεκαετία του '80, το '84, το '86 το έθεσε η Μελίνα Μερκούρη. Είναι πάντα ένα εθνικό αίτημα, υποστηρίζεται πάντοτε με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση. Και πρόσφατα όπως ξέρετε η UNESCO εκτός από τις συστάσεις έλαβε και απόφαση στην οποία παίρνει θέση σαφή ότι η Ελλάδα έχει δίκιο να διεκδικεί την επανένωση των μαρμάρων του Παρθενώνα. Θυμόμαστε όλοι τη Μελίνα που έχει πει ότι "κι αν έχω πεθάνει θα αναστηθώ για να δω να γυρίζουν".
Νομίζω ότι δεν θα μας άφηνε η Μελίνα να εγκαταλείψουμε αυτόν τον αγώνα, είναι δύσκολος αγώνας, είναι όλο αυτό το μπλέξιμο το δήθεν νομικό αν είναι της κυβέρνησης ή των μουσείων ζήτημα, νομίζω όμως ότι σιγά σιγά ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Δεν είναι απλό το θέμα. Εγώ έχω συγκρατήσει μια άλλη φράση της Μελίνας, μου έχει μείνει πάρα πολύ έντονα, με είχε φορτίσει τότε. Και είχε πει, γιατί η Μελίνα έτσι φερόταν πάντοτε, «τα μάρμαρα θα γυρίσουν και θα' ναι μέρα μεσημέρι». Και λέω τώρα αυτό το μεσημέρι να είμαστε κάποιοι να το δούμε αυτό αλλά εν πάση περιπτώσει και για τις επόμενες γενιές αξίζει κανείς να μάχεται νομίζω και κάνετε πολύ καλά».
«Η μάχη, είναι μια μάχη σε επίπεδο κυβέρνησης, σε επίπεδο βρετανικού μουσείου, αλλά και σε επίπεδο βρετανικής κοινής γνώμης η οποία πιστεύω ότι εκπαιδεύεται...», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Κατερίνα Σακελλαροπουλου σημείωσε ότι «έχει γυρίσει το κλίμα». «Η βρετανική κοινή γνώμη εκπαιδεύεται ολοένα και περισσότερο και αρχίζει πια και στηρίζει με μεγαλύτερη θέρμη αυτό το αίτημα», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.
«Πρώτα απ' όλα, χαίρομαι πολύ κύριε Πρόεδρε για την παρουσία του Κωνσταντίνου σήμερα εδώ, στην καρδιά της Δημοκρατίας είναι και η αρχή του κοινωνικού κράτους και είναι η προστασία όλων των συμπολιτών μας, και όσων έχουν κάποιες αδυναμίες ή ανήκουν σε μια ευάλωτη ομάδα. Σε όλους πρέπει να διασφαλίζουμε να έχουνε την ισότιμη πρόσβαση, όλοι έχουν κάποιες αρετές που πρέπει να έχουν την ευκαιρία να τις αποδείξουν. Το σημαντικό λοιπόν είναι η κοινωνία μας να δίνει την ευκαιρία, να μας περιλαμβάνει όλους και αυτή η μικρή συμβολική κίνηση είναι πραγματικά - και χαίρομαι πολύ που τον γνωρίζω και άκουσα τόσα γι' αυτόν και για τις ικανότητές του στην εξωτερική πολιτική απ' ότι πληροφορήθηκα».