«Στην Ελλάδα έως σήμερα έχει επιλέξει να εμβολιαστεί το 75% των ενηλίκων και το 35% των ανηλίκων 12 έως 17 ετών»
Απαντήσεις σε όλα τα ανοικτά θέματα του «πολέμου» κατά της πανδημίας δίνει ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος, με συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής»: υποχρεωτικότητα, ενδεχόμενο lockdown, η στάση της αντιπολίτευσης, ο εμβολιασμός και η τρίτη δόση.
Για το τελευταίο ειδικότερα, επισημαίνει την πρακτική σε Ισραήλ και Γαλλία, οι οποίοι συνέδεσαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς μήνες με την τρίτη δόση, για να υπογραμμίσει στα καθ' ημάς: «Είναι ένα μέτρο προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων προκειμένου να μην στερηθούν τις χαρές της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας».
Αναλυτικά και ξεκινώντας από τα στοιχεία του εμβολιασμού και με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, «στην Ελλάδα έως σήμερα έχει επιλέξει να εμβολιαστεί το 75% των ενηλίκων και το 35% των ανηλίκων 12 έως 17 ετών. Τα ποσοστά αυτά μπορεί να μην θωρακίζουν όλο τον πληθυσμό όμως σίγουρα δεν είναι ευκαταφρόνητα. Σας θυμίζω ότι σε ειδικές δημοσκοπήσεις πέρυσι τέτοιο καιρό μόλις το 33% των ενηλίκων δήλωνε ότι θα εμβολιαστεί σίγουρα. Συνεπώς ας μην είμαστε ισοπεδωτικοί», καλεί ο υπουργός Επικρατείας.
Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει, «εμείς προσπαθήσαμε και πετύχαμε να υλοποιήσουμε μια άρτια εμβολιαστική εκστρατεία που κυριολεκτικά επανασύστησε στους πολίτες το ελληνικό δημόσιο». Ενώ εκφράζει την ικανοποίησή του διότι «τις τελευταίες 11 μέρες περίπου 245.000 πολίτες απέδειξαν ότι δεν υπάρχει κάποια σκληρή αδιαπέραστη γραμμή μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, κάνοντας την πρώτη τους δόση. Το φράγμα των 7 εκατομμυρίων πολιτών είναι πλέον πολύ κοντά. Πρέπει όμως να πάμε ακόμη πιο ψηλά από αυτό για να μειώσουμε τους κινδύνους», ζητά επίσης.
Παράλληλα αναγνωρίζει ότι «πράγματι άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν πετύχει υψηλότερα ποσοστά και δεν αντιμετωπίζουν με την ίδια ένταση -παρά τη σχετική εποχική έξαρση που σημειώνεται και εκεί- τη λεγόμενη πλέον "πανδημία των ανεμβολίαστων". Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η συναίνεση που χαρακτηρίζει εκεί τους πολιτικούς θεσμούς βοήθησε σημαντικά σε αυτό. Ταυτόχρονα όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού από εμάς. Εμείς βρισκόμαστε κάπου στη μέση με επιδόσεις αντίστοιχες με άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία που επίσης βιώνουν αυτή την περίοδο μια μεγάλη έξαρση του 4ου κύματος».
Συμπερασματικώς, «μιλάμε για πανδημία των ανεμβολίαστων -παρότι νοσούν και εμβολιασμένοι- διότι οι ανεμβολίαστοι είναι αυτοί που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ κατά 85-90%. Αυτό είναι ένα μήνυμα προς όλους τους σκεπτικιστές περί τον εμβολιασμό. Να δουν δηλαδή πόσο πιο ήπια περνούν το 4ο κύμα οι χώρες που πέτυχαν πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιασμού ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών», είναι άλλο ένα στοιχείο που καταθέτει.
Ενώ στο ερώτημα αν πρέπει να απευθυνθούμε πιο στοχευμένα στους πολίτες άνω των 60 ετών;, απαντά: «Απολύτως. Εμείς θέλουμε να εμβολιαστεί όλος ο ενήλικος πληθυσμός όμως το πρόβλημα στη χώρα μας, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, εντοπίζεται κυρίως στο 20% των πολιτών άνω των 60, είναι περίπου 580.000 συμπολίτες μας, που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Διότι αυτοί είναι με βάση όλα τα δεδομένα νοσηλειών, ΜΕΘ και θανάτων οι πιο ευάλωτοι στον κορωνοϊό ασθενείς».
Και με τη γλώσσα των αριθμών και των παραδειγμάτων, «σε όρους νοσηλειών ο εμβολιασμός ενός 70άρη ισοδυναμεί με τον εμβολιασμό 31 νεότερων ανθρώπων. Ή διαφορετικά, αν είχαμε καταφέρει σήμερα να είναι εμβολιασμένο αντί για το 80% το 95% των ηλικιών 60+, οι βαριές νοσηλείες στις ΜΕΘ θα ήταν περίπου 100 αντί για 480. Τόσο σημαντικό είναι να επιμείνουμε στην θωράκιση αυτής ειδικά της ηλικιακής ομάδας. Το μήνυμα λοιπόν προς τους πολίτες άνω των 60 ετών είναι να ακούσουν τους ειδικούς και να προστατεύσουν έστω και τώρα την πολύτιμη υγεία τους».
Σε ό,τι αφορά την αναμνηστική δόση και τη διεθνή εμπειρία σε αυτήν, «υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν τη μείωση των αντισωμάτων μετά τους 6 μήνες και ταυτόχρονα πρόσφατα στοιχεία από το Ισραήλ και το Η.Β. που δείχνουν ότι η αναμνηστική τρίτη δόση έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στην περαιτέρω προστασία του πληθυσμού και του συστήματος υγείας. Και στις δύο χώρες χάρη στην υψηλή συμμετοχή των πολιτών στην τρίτη δόση τα κρούσματα και οι νοσηλείες είναι σε πτωτική πορεία. Γι' αυτό και οι εμβολιασμένοι που έχουν συμπληρώσει το 6μηνο από τη 2η δόση τους, και ανήκουν ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών, καλό είναι να σπεύσουν να κάνουν και την τρίτη δόση».
Όμως, ο 'Α. Σκέρτσος επισημαίνει και κάτι ακόμη: «το Ισραήλ και η Γαλλία έχουν πάει ένα βήμα παρακάτω, συνδέοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς μήνες με την τρίτη δόση. Είναι ένα μέτρο προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων προκειμένου να μην στερηθούν τις χαρές της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «δεν νοείται lockdown ενώ πλέον έχουμε εμβόλιο και εμβολιασμένους 3 στους 4 ενηλίκους. Το εμβόλιο είναι ασφαλές και αποτελεσματικό και λειτουργεί σαν καταλύτης για την αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης και συμβίωσης με την πανδημία. Επιπλέον τα σχολεία μας λειτουργούν χωρίς συρροές από την αρχή της χρονιάς χάρη στα self-test και τις μάσκες. 'Αρα μαθαίνουμε να ζούμε με τον ιό χωρίς ακραία περιοριστικά μέτρα».
Εξάλλου, «πρακτικά το lockdown θα ήταν απολύτως ατελέσφορο σήμερα διότι αποτελεί μια αδικαιολόγητη και μη ανεκτή στέρηση ελευθερίας για τους εμβολιασμένους. 'Αρα δεν θα εφαρμοζόταν. Επιπλέον θα παρείχε άλλοθι στους ανεμβολίαστους να μην κάνουν την φρόνιμη επιλογή της ατομικής τους προστασίας μέσω του εμβολίου. Και φυσικά θα ήταν μια συνταγή καταστροφής για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Η στρατηγική μας συνεπώς παραμένει σταθερή, όποιος κάνει το εμβόλιο κερδίζει την ελευθερία του, συνεχίζοντας ωστόσο να τηρεί τα μέτρα ατομικής προστασίας. Τα συχνά τεστ είναι αναγκαία και για τους εμβολιασμένους ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και βεβαίως δεν ξεχνάμε ποτέ τη μάσκα που είναι ένα πολύ αποτελεσματικό μέτρο αποτροπής της μετάδοσης για εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους».
Για τη στάση της αντιπολίτευσης εκφράζει τη λύπη του διότι, όπως λέει, «δεν έχει κατανοήσει καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας ότι τα ζητήματα δημόσιας υγείας δεν προσφέρονται για μικροπολιτική. Η κυβέρνηση παρέλαβε 557 ΜΕΘ από τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα χάρη στις προσθήκες που έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται έχει πετύχει τον σε υπερδιπλασιασμό τους με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους. Στη Β. Ελλάδα που επισκέφθηκε ο κ. Τσίπρας οι ΜΕΘ ήταν 143 επί των ημερών του και σήμερα είναι 278. Ας περιοριστεί λοιπόν η ανευθυνότητα που κοστίζει. Κανένα σύστημα υγείας δεν είναι ανεξάντλητο και σε καμία περίπτωση η απάντηση στην πανδημία δεν μπορεί να είναι οι χιλιάδες ΜΕΘ. Η πανδημία θα αντιμετωπιστεί και θα σβήσει με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και την τήρηση των μέτρων. Σε αυτά πρέπει να βάλει πλάτη η αντιπολίτευση», είναι το κάλεσμα που της απευθύνει.
Για το θέμα της υποχρεωτικότητας, διατυπώνει τη θέση ότι «λέγεται πολύ πιο εύκολα από όσο μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Επίσης μπορεί να αποτελεί το ύστατο μέτρο όχι οριζόντια αλλά μόνο σε χώρους και δραστηριότητες με υψηλή διασπορά του ιού. Κυρίως όμως για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες κυρώσεις οι οποίες θα πρέπει και να μπορούν να επιβληθούν. Προαιρετική υποχρεωτικότητα όπως την αντιλαμβάνεται η αντιπολίτευση δεν υπάρχει».
Στο ερώτημα, τέλος, για το μέτρο επέκτασης της υποχρεωτικότητας, διευκρινίζει ότι «στο δε χώρο της εστίασης δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά στον κόσμο». Επιπλέον, «όσα ακούγονται για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα ούτε θα φέρουν σημαντικό ανοσολογικό αποτέλεσμα καθώς απομένουν λίγοι ανεμβολίαστοι και το πρόβλημα όπως σας είπα είναι στους άνω των 60».