«Οι ΜΕΘ δεν θα νοσηλεύουν μόνο ασθενείς Covid», ξεκαθάρισε ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης
Σταθερή και αταλάντευση παραμένει στη γραμμή της η κυβέρνηση, ώστε να μην υπάρξουν ξανά περιοριστικά μέτρα για την πανδημία του κορονοϊού.
«Η κοινωνία δεν θα ξανακλείσει», υπογράμμισε απόψε ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, μιλώντας σε ειδική εκδήλωση που οργάνωσε ο Economist στην Αθήνα, με θέμα την υπογεννητικότητα. Μιλώντας για τα όσα μας δίδαξε η πανδημία, ο υπουργός Υγείας επισήμανε πως «παρότι η επιστροφή στην κανονικότητα έχει περιορισμούς, λιγότερους για τους εμβολιασμένους και περισσότερους για τους ανεμβολίαστους, είναι κάτι αναγκαίο.
Είναι σεβαστή η επιλογή που έχει κάποιος να μην εμβολιαστεί, «αλλά η κοινωνία δεν μπορεί να μείνει πίσω» είπε χαρακτηριστικά ο Θάνος Πλεύρης, επισημαίνοντας ότι «δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να πείσουμε όλους τους πολίτες για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού και την επιστροφή στην κανονικότητα, και δεν έχει συμβεί στη χώρα μας ό,τι σε άλλες χώρες, όπου το ποσοστό εμβολιασμού αγγίζει το 90%» ανέφερε ο κ. Πλεύρης.
Όπως είπε ο υπουργός Υγείας, το 20% των άνω των 60 ετών, δηλαδή 633.000 πολίτες, έχουν επιλέξει να μην εμβολιαστούν στη χώρα μας. Είναι ξεκάθαρο ότι όποιος εμβολιάζεται παίρνει πίσω τη ζωή του και επιστρέφει στην κανονικότητα, τόνισε ο Θάνος Πλεύρης, αναφέροντας πως «αυτή τη στιγμή, όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν, καθώς η χώρα διαθέτει επάρκεια εμβολίων». Μάλιστα, τόνισε ότι τα εμβόλια που διαθέτουμε επαρκούν και για την τρίτη δόση.
Μιλώντας για το ΕΣΥ, είπε πως στο εξής «δεν θα είναι μονοθεματικό» όπως στον πρώτο χρόνο της πανδημίας. «Τα νοσοκομεία θα λειτουργήσουν κανονικά, δεν θέλουμε αναμονή για κλίνες ΜΕΘ στο σύνολο των περιστατικών και δεν θα σταματήσουν τα χειρουργεία, καθώς οι κλίνες ΜΕΘ δεν θα είναι απεριόριστες για τους ασθενείς COVID-19», είπε και πρόσθεσε πως το 50% από τις κλίνες ΜΕΘ του ΕΣΥ, διατίθενται πλέον για "non-COVID" περιστατικά.
Ο υπουργός Υγείας δήλωσε περήφανος για το ΕΣΥ που άντεξε, όπως είπε, στην πανδημία, και θα αντέξει έως ότου αυτή τελειώσει. Ωστόσο, τόνισε ότι «το Σύστημα θα πιεστεί και ήδη πιέζεται στη Βόρεια Ελλάδα».
Ο ίδιος εξήγησε ότι από την εμπειρία της πανδημίας, φάνηκε ότι όπου υπήρξαν ελλείμματα του δημόσιου τομέα, συμπληρώθηκαν με τον ιδιωτικό - και αυτό θα γίνει και τώρα εφόσον χρειαστεί, και θα ζητηθούν ιδιώτες γιατροί για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο δημόσιο τομέα εφόσον υπάρξει ανάγκη.
Με αφορμή την εμπειρία της πανδημίας, ο Θάνος Πλεύρης είπε ότι «δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, καθώς αυτοί αλληλοκαλύπτονται. Το δημόσιο σύστημα διαχειρίστηκε όλα τα περιστατικά COVID-19 και το κενό που δημιουργήθηκε στα λοιπά νοσήματα σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκε από τον ιδιωτικό τομέα». Ο ίδιος πρόσθεσε πως η Ελλάδα έγινε μία υγειονομική περιφέρεια, καθώς «όλες οι δυνάμεις, ιδιωτικές και δημόσιες, ενώθηκαν και το ΕΣΥ έμεινε ένα εθνικό αλλά όχι κρατικό σύστημα».
Μιλώντας για όσα συνέβησαν κατά την περίοδο της πανδημίας, ο κ. Πλεύρης είπε ότι όπου υπήρξαν ελλείμματα συμπληρώθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα, «γι' αυτό και δίνουμε τη δυνατότητα στους ιδιώτες γιατρούς να εργάζονται με αμοιβή στο δημόσιο σύστημα υγείας».
Ο υπουργός Υγείας έκανε λόγο για ένα έθνικό σύστημα υγείας που θα περιλαμβάνει τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό τομέα, και ανέφερε συγκεκριμένα πως «θα ήμουν χαρούμενος, αν ιδιωτικές κλινικές θα μπορούσαν να κάνουν κοινές εφημερίες με τα δημόσια νοσοκομεία», εξηγώντας ότι αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ο πολίτης να γίνεται αποδέκτης ποιοτικών υπηρεσιών υγείας.
Ο κ. Πλεύρης είπε επίσης, ότι ανάμεσα σε όλα αυτά που μας δίδαξε η πανδημία, είναι ότι ο περιορισμός του κόστους δεν θα πρέπει πια να είναι το μόνο ζητούμενο και δεν θα πρέπει να βλέπουμε τα χρήματα που δαπανώνται για την υγεία με μία λογιστική λογική. «Η υγεία στο εξής θα είναι προτεραιότητα και θα πρέπει να ενισχύεται, αλλά χωρίς να υπάρχει σπατάλη που έχει υπάρξει στο παρελθόν στη χώρα μας» τόνισε, επισημαίνοντας ότι τα χρήματα δεν είναι λίγα, αλλά θα πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά.
Όπως ανέφερε κλείνοντας, ο ΕΟΠΥΥ έχει να διαχειριστεί 7 δισ. ευρώ, αλλά το πιο σημαντικό που έχει να επιτύχει, είναι «να υπάρξει στόχευση αυτών των κονδυλίων με τέτοιο τρόπο, που να καταλήγουν στον πολίτη και σε καλύτερες υπηρεσίες υγείας των ασφαλισμένων του».