Ο πρώην πρωθυπουργός για το παρασκήνιο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι δύο κυβερνήσεις
«Άλλαξαν πάρα πολλά προς το καλύτερο και μπορούν να αλλάξουν ακόμα περισσότερα», τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξη του στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Βόρειας Μακεδονίας, με αφορμή τη συμπλήρωση 3 χρόνων από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
«Αποδείξαμε ότι η Ελλάδα είναι όντως πυλώνας ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Αποδείξαμε πώς οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τον κόσμο και ότι είναι εφικτό να βρίσκουμε αμοιβαία αποδεκτές συμφωνίες, εάν υπάρχει σεβασμός. Αμοιβαίος σεβασμός και σεβασμός του διεθνούς δικαίου», σημειώνει ο τέως πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Αναφέρει, ότι δεν ήταν εύκολο για τον ίδιο και τον Ζάεφ, ούτε για τον Νίκο Κοτζιά και τον Νίκολα Ντιμιτρόφ «και διαφωνούσαμε και συγκρουστήκαμε στις διαπραγματεύσεις, αλλά υπήρχε μεταξύ μας σεβασμός και η πολιτική βούληση ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο όσο δύσκολο και αν είναι». «Εκεί χτίζεται η φιλία και στην πολιτική και σε ανθρώπινο επίπεδο», σημειώνει.
Ειδικότερα, ο κ. Τσίπρας αναφέρει, ότι την περίοδο 2014-2017 η ΕΕ είχε ανακοινώσει το πάγωμα της ενταξιακής διαδικασίας, η επιρροή της μειωνόταν δραστικά προς όφελος άλλων δυνάμεων με δικούς τους σχεδιασμούς και τα Δυτικά Βαλκάνια βυθίζονταν στη μία κρίση μετά την άλλη. Σημειώνει όμως, ότι «με τη Συμφωνία των Πρεσπών υποχρεώσαμε την ΕΕ να ξεπαγώσει τη διαδικασία διεύρυνσης, να ενισχύσει τον ρόλο της στην περιοχή και να δώσει πράσινο φως όχι μόνο στην Βόρεια Μακεδονία, αλλά και στην Αλβανία». «Σκεφτείτε σε τι κατάσταση θα βρίσκονταν τώρα τα Δυτικά Βαλκάνια αν δεν είχε υπάρχει αυτή η εξέλιξη και πώς θα είχαν συμπαρασυρθεί αρνητικά και οι εξελίξεις αλλού, πχ σε σχέση με τις συνομιλίες Βελιγράδι-Πρίστινα», σχολιάζει. Ο κ. Τσίπρας τονίζει ότι «κυρίως, καθιερώσαμε μια στρατηγική σχέση συνεργασίας και φιλίας» που επιτρέπει στην Ελλάδα «να στηρίζει ενεργά την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, να αναπτύσσει ραγδαία την περιφερειακή οικονομική και ενεργειακή συνεργασία και να αστυνομεύει τον εναέριο χώρο της ως συμμαχική χώρα».
Σχολιάζει ότι «δυστυχώς, εδώ και καιρό βλέπουμε τάσεις επιστροφής στο παρελθόν με το πάγωμα της Διακυβερνητικής Διάσκεψης από την Βουλγαρία», προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, ότι «όσο δύσκολο και αν είναι, η φίλη Βουλγαρία πρέπει να βρει -όπως βρήκαμε εμείς- την πολιτική βούληση για αμοιβαία αποδεκτές λύσεις που μας πάνε μπροστά αντί να μας φυλακίζουν στο παρελθόν». Σχετικά με το αν άξιζε το πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ από την υπογραφή της Συμφωνίας και αν θα άλλαζε κάτι, επισημαίνει ότι «ως προοδευτικοί πολιτικοί είμαστε εδώ για να προωθούμε λύσεις ακόμα και αν έχουν πολιτικό κόστος» και πως «ίσως αν γύριζα τον χρόνο πίσω θα έκανα ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια για να κοινοποιηθούν σε όλο τον ελληνικό λαό τα οφέλη της Συμφωνίας, που τώρα όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν σύμφωνα με σχετικές έρευνες».
Υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα άλλαξε, η Βόρεια Μακεδονία άλλαξε και κανείς δεν μπορεί να μας γυρίσει πίσω». Αναφέρει δε, πως «κάθε φορά που ακούω τον Ζόραν Ζάεφ να λέει ότι ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δίνει μάχες για την τήρηση της Συμφωνίας και το ευρωπαϊκό μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας χαμογελάω και σκέφτομαι: Κανείς δεν μπορεί να μας γυρίσει πίσω».
Στο ερώτημα τι θα έκανε διαφορετικό από την τωρινή κυβέρνηση εάν ο ίδιος ήταν κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας αναφέρει ότι «θα είχαμε προχωρήσει ακόμη πιο αποφασιστικά στην υλοποίηση της Συμφωνίας και στην προώθηση της στρατηγικής μας σχέσης με τη Βόρεια Μακεδονία. Θα είχαμε προχωρήσει στο 2ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, θα είχαμε ήδη κυρώσει τα μνημόνια συνεργασίας που είναι προς όφελος και την δύο πλευρών, θα είχαν προωθηθεί οι εργασίες για τα εμπορικά σήματα και θα είχε υλοποιηθεί η απόφαση του Ιούνη του 2019 για τα σχολικά βιβλία στη Βόρεια Μακεδονία, όπως υλοποιήθηκε από την Ελλάδα».
Ο κ. Τσίπρας επισημαίνει ότι θεωρεί πάρα πολύ σημαντική την καθημερινή συνεργασία των δύο χωρών για την παρακολούθηση και υλοποίηση της συμφωνίας στη βάση συγκεκριμένου οδικού χάρτη, σημειώνοντας ότι «η υλοποίηση της Συμφωνίας δεν γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου» και πως «μόνο με σταθερή επικοινωνία, σεβασμό, επιμονή και χτίζοντας εμπιστοσύνη μπορούμε να απαντήσουμε μαζί σε όσους θέλουν να υπονομεύσουν την Συμφωνία». Οπότε, τονίζει, «θα βάζαμε ψηλά τον πήχη της υλοποίησης της Συμφωνίας από την Ελλάδα και θα ζητούσαμε το ίδιο από τους φίλους μας». Σημειώνει ότι σε αυτό το πλαίσιο «και όπως έγινε και με πολλές άλλες δημόσιες οντότητες στη Βόρεια Μακεδονία, ιδίως την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε λυθεί εγκαίρως και το θέμα με τις φανέλες της εθνικής ομάδας, με τρόπο που προβλέπεται στη Συμφωνία των Πρεσπών».
Ερωτηθείς ποιο μήνυμα στέλνει και πώς βλέπει τη συμμετοχή του στο Prespa Forum που διεξάγεται σε δυο εβδομάδες, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει πως «το μήνυμα είναι ότι φτάσαμε μακριά, αλλά μπορούμε να πάμε και πολύ πιο μπροστά μαζί. Εννοώ ασφαλώς τις δύο χώρες μας, αλλά όχι μόνο». Χαρακτηρίζει το Prespa Forum πολύ θετική πρωτοβουλία «και διότι το πνεύμα των Πρεσπών αφορά όλη την περιοχή μας, την Ευρώπη και πολύ πέρα από αυτήν -κάθε περιφερειακή διένεξη και διαφορά». «Πρέπει», αναφέρει, «να συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε τη σημασία και τα οφέλη που έχει η επίλυση διαφορών στη βάση του διεθνούς δικαίου -για την ειρήνη, τη σταθερότητα και τη συνανάπτυξη». «Και πρέπει», καταλήγει, «να εμπνεύσουμε -και να πιέσουμε- για μια ακόμη φορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, να ενισχύσει τον ρόλο της σε αυτήν την κατεύθυνση. Στα Βαλκάνια και πέρα από αυτά».