«Η Ελλάδα είναι, σε αναλογία πληθυσμού, η πρώτη χώρα μεταξύ των G-20, στους ημερήσιους εμβολιασμούς»
Τα μέτρα απελευθέρωσης και ο εμβολιασμός βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ.
Ενώ για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας έθεσε το δίλημμα αν είναι προτιμητέο το σημερινό, αρρύθμιστο, καθεστώς εις βάρος του εργαζομένου ή ένα μοντέλο με πρόσθετη προστασία και κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων, όπως ανέφερε.
Η συνέντευξη ξεκίνησε από την επανάληψη των μέτρων που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη θα αρχίσουν να ισχύουν από την Παρασκευή. Ευκαιρίας δοθείσης, ο υπουργός Επικρατείας διευκρίνισε ότι το τεστ που θα απαιτείται για τις μετακινήσεις δεν θα είναι δωρεάν, είναι ένα βάρος που συνοδεύει τη μετάβαση.
«Μπορεί να υπάρξουν περιορισμοί, οι οποίοι θα επιβάλλουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό σε κρίσιμες δομές που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με δημόσιες και ιδιωτικές δομές υγείας, όπως επίσης με κέντρα ευάλωτου πληθυσμού, όπως είναι οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων», είπε στη συνέχεια, ωστόσο, συμπλήρωσε, «αυτό μπορεί να καταστεί υποχρεωτικό μόνο όταν η Πολιτεία θα έχει εξασφαλίσει τη δυνατότητα καθολικού εμβολιασμού».
Για το από εδώ και πέρα σε ό,τι αφορά τους υγειονομικούς είναι «ένα ζήτημα που θα επαναξιολογηθεί και αυτή τη στιγμή επειδή βρισκόμαστε στην αιχμή της κατάστασης μια τέτοια συζήτηση πιθανόν να αποπροσανατόλιζε τα πράγματα».
Σε αυτό καθαυτό το θέμα των «προνομίων» του γενικού πληθυσμού, ο υπουργός παρατήρησε ότι «θα μπορούσαν να δοθούν έμμεσα κίνητρα για τον εμβολιασμό», σε κάθε περίπτωση «θα είναι μια συζήτηση που θα την κάνουμε, θα είναι ένας ζωντανός δημόσιος διάλογος».
Εκφράζοντας εξάλλου την ελπίδα είναι ότι δεν θα χρειαστεί να διαχειριστούμε ένα τέταρτο κύμα, από την άλλη, πρόσθεσε, «είναι αυτονόητο ότι προετοιμαζόμαστε. Το μεγάλο όπλο που έχουμε είναι το εμβόλιο», δήλωσε εμφατικά και συμπλήρωσε: «Τον Ιούνιο θα έχουμε εξασφαλίσει μια πολύ ικανοποιητική ανοσία πληθυσμού, εξασφαλίζουμε όλες τις αναγκαίες δόσεις εμβολίων ώστε να εμβολιαστεί ο πληθυσμός συνολικά. Θα δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ενημέρωσης για την ανάγκη του εμβολιασμού και η ελπίδα μας είναι ότι δεν θα χρειαστεί να ζήσουμε τις στιγμές που ζήσαμε τους τελευταίους μήνες».
Με αφορμή συνέντευξη του υπουργού Τουρισμού Χάρη Θεοχάρη στο τηλεοπτικό δίκτυο BBC, ο υπουργός Επικρατείας επέμεινε ότι «αυτό που ισχύει είναι ότι σύμφωνα με τα δεδομένα που ανακοινώθηκαν επισήμως χθες, η Ελλάδα είναι, σε αναλογία πληθυσμού, η πρώτη χώρα μεταξύ των G-20, στους ημερήσιους εμβολιασμούς με 0,91 ανά εκατό άτομα πληθυσμού και στην Ευρώπη πολύ πάνω από το μέσο όρο», ως εκ τούτου, συνέχισε, τα στοιχεία για πολύ αργούς ρυθμούς εμβολιασμού δεν ισχύουν.
Αλλά και «πέρα από τα στατιστικά, είναι και μια πραγματικότητα που βιώνει όλος ο πληθυσμός. Σήμερα, αλλά και τις τελευταίες δέκα ημέρες, ένας στους εκατό Έλληνες εμβολιάζεται κάθε μέρα», εν τέλει «το εμβολιαστικό εγχείρημα ξεπέρασε την προσδοκία όλων μας».
Με βασικό κυβερνητικό δόγμα εξάλλου ότι τα νησιά αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα, και όχι μόνο για λόγους τουρισμού, όπως τόνισε, ο Γ. Γεραπετρίτης επανέλαβε το κυβερνητικό σχέδιο εμβολιασμού των κατοίκων σε αυτά: ήδη οι κάτοικοι όλων των νησιών με πληθυσμό έως 10.000 κατοίκους έχουν εμβολιαστεί καθολικά από 18 ετών και άνω, ενώ στα νησιά από 10.000 κατοίκους και άνω θα εμβολιαστούν επίσης καθολικά εντός του Ιουνίου. 'Αρα, συμπέρανε, «εντός του Ιουνίου όλα τα νησιά, εξαιρουμένης της Κρήτης για προφανείς λόγους, θα έχουν εμβολιαστεί καθολικά στον πληθυσμό τους με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί τείχος προστασίας».
Για την τουριστική σεζόν ανέφερε ότι «δεν είναι μια φυσιολογική τουριστική χρονιά», εν τούτοις «περιμένουμε μια χρονιά πολύ καλύτερη από πέρυσι και μια χρονιά με απόλυτη ασφάλεια». Άλλωστε, τη στιγμή αυτή «βρισκόμαστε σε συνέργειες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πράσινο πιστοποιητικό έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι πολίτες, οι οποίοι έχουν εμβολιαστεί ή έχουν αντισώματα», είπε ο υπουργός Επικρατείας κλείνοντας με τη διαπίστωση ότι «η ελληνική Πολιτεία φάνηκε πολύ πιο ταχεία και αποτελεσματική ακόμη και σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρρίπτοντας στερεότυπα. Εκτιμούμε ότι τον Ιούνιο θα είμαστε σε θέση, ως Ευρώπη, να αντιμετωπίσουμε ενιαία το ζήτημα των ταξιδιών».
Για το εργασιακό νομοσχέδιο
Δεύτερο θέμα της συνέντευξης, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας: «Δεν είμαστε αιθεροβάμονες, όλοι βιώνουμε την πραγματικότητα στο χώρο της ιδιωτικής αγοράς εργασίας. Είναι ένα πεδίο, το οποίο είναι απολύτως αρρύθμιστο, στο οποίο η εργοδοτική αυθαιρεσία πλεονάζει, δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος και εξαιτίας του γεγονότος ότι υπάρχει αυτό το αρρύθμιστο περιβάλλον ευνοείται πάντοτε ο ισχυρός. Εμείς τι λέμε; Θα έλθουμε να ρυθμίσουμε εργασιακά το περιβάλλον ενδυναμώνοντας τη θέση του εργαζομένου», επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας.
«Το νομοσχέδιο ενισχύει απολύτως τη θέση του εργαζομένου», δήλωσε επίσης, με την παράλληλη παρατήρηση ότι «έχουμε από μακρού χρόνου μια υπερήμερη εργασιακή νομοθεσία, χρειάζεται ενημέρωση. Εμείς απλώς θα ανέλθουμε στο επίπεδο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών».
Και κάλεσε τους συνομιλητές του, «σκεφθείτε σήμερα το καθεστώς της αδήλωτης εργασίας το οποίο ενδημεί δυστυχώς, σκεφθείτε τα πολύ περιορισμένα δικαιώματα που έχουν κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι οι εργατοτεχνίτες, οι ντελιβεράδες κ.α.».
Και στο «δια ταύτα», «ρητά και κατηγορηματικά το οκτάωρο δεν καταργείται, δεν καταργείται το πενθήμερο, δεν καταργούνται οι υπερωρίες. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Παρέχεται η δυνατότητα με μόνη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου να προβεί σε διευθέτηση».
Ταυτοχρόνως, «θα απεγκλωβίσουμε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας από εκείνες τις πολιτικές δεσμεύσεις, τα βαρίδια που είχε και εμπόδιζαν τους ουσιαστικούς ελέγχους. Με πρότυπο το πολύ επιτυχημένο υπόδειγμα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, θα ενισχυθεί το Σώμα έτσι ώστε να υπάρχουν πραγματικοί έλεγχοι», διεμήνυσε και πρόσθεσε:
«Το ΣΕΠΕ ήταν πάντοτε οργανικά δομημένο πάνω στην κεντρική διοίκηση, δεν είχε στοιχεία ανεξαρτησίας, δεν λειτουργούσε με συνθήκες αμεροληψίας, ήταν ένα βαρύ όργανο το οποίο σήμερα επιχειρούμε να εκσυγχρονίσουμε».
Εν τέλει, «προτιμούμε το περιβάλλον στο οποίο ο μεν εργαζόμενος δεν μπορεί παρά να ακούσει τις οδηγίες του εργαζόμενου, δεν έχει τη δυνατότητα να καταγγείλει γιατί είναι το αδύναμο μέρος, δεν μπορεί να κινητοποιήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς; Ή, θέλουμε να έχουμε ένα απολύτως ρυθμισμένο περιβάλλον με τη δική του βούληση να καθιερώνει το ωράριό του, με ψηφιακή κάρτα εργασίας που θα μπορεί να συνδέεται σε πραγματικό χρόνο με την Επιθεώρηση Εργασίας να γίνεται άμεσος έλεγχος, με άδεια πατρότητας 14 ημερών που δεν υπήρχε ποτέ στην Ελλάδα, με απαγορεύσεις απολύσεων;», ήταν τα ερωτήματα που έθεσε κλείνοντας.
Για τα ελληνο-τουρκικά
Τέλος, για τις σχέσεις με την 'Αγκυρα, «η Τουρκία το τελευταίο διάστημα έχει επιλέξει μια πολιτική ιδιαιτέρως επεκτατική, εγκαθίσταται όπου υπάρχουν προβλήματα περιφερειακά ή ακόμη και σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν. Η πολιτική αυτή κατά την άποψή μου δεν έχει αποδώσει, δεν έφερε τα διπλωματικά αποτελέσματα εδραίωσης της ηγεμονικής θέσης της Τουρκίας. Το αντίθετο: δημιούργησε στον υπόλοιπο κόσμο μια σοβαρή αντισυσπείρωση απέναντι στην Τουρκία και αντανακλαστικά ενίσχυσε και την ελληνική θέση. Η οποία εφαρμόζοντας τη διπλωματία των στρατηγικών συμμαχιών με όλες τις περιφερειακές δυνάμεις, έχει ενισχύσει σημαντικά τη θέση της», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας.
Ερωτηθείς δε, για το ενδεχόμενο συνάντησης των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, απάντησε: «Οι ηγέτες γειτονικών χωρών οφείλουν να μιλούν και να βρίσκονται, αυτή είναι η βασική θέση της ελληνικής Πολιτείας. Για να συμβεί αυτό», διεμήνυσε όμως, «θα πρέπει να έχουν ικανοποιηθεί βασικά προαπαιτούμενα που είναι να υπάρχει μια αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης, να υπάρχει αποχή από ενέργειες οι οποίες δυναμιτίζουν το κλίμα και πάνω από όλα να έχει εδραιωθεί μια σαφής ατζέντα για την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων, που στην περίπτωσή μας είναι τα γνωστά θέματα οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών».
Σε ό,τι αφορά την εκκρεμή συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, δεν έχει καθοριστεί ημερομηνία συνάντησης, «θα γίνει σε σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα και θα είναι η συνέχεια των διερευνητικών επαφών που ξεκίνησαν στην Κωνσταντινούπολη».