«Διάλογος με Τουρκία, χωρίς να απεμπολούμε κυριαρχικά δικαιώματα»
Η ελληνική κυβέρνηση θα εφαρμόσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, γιατί είναι θεσμική και συνταγματική υποχρέωση της χώρας: αυτό δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης θυμίζοντας συγχρόνως ότι παρέλαβε (η παρούσα κυβέρνηση) μια κυρωμένη από το ελληνικό Κοινοβούλιο διεθνή συνθήκη. Σε ό,τι αφορά το μέλλον, η χώρα μας θα παρακολουθεί την εφαρμογή της Συμφωνίας, ενώ στις δευτερογενείς συνθήκες θα τηρηθούν τα εθνικά δίκαια, διαβεβαίωσε μιλώντας στο «Ράδιο Θεσσαλονίκη 94,5»
Στη συνέντευξή του ο υπουργός Επικρατείας ξεκίνησε με μια ιστορική αναδρομή σημειώνοντας ότι «ο σημερινός πρωθυπουργός είχε εγκαίρως επισημάνει τα σκοτεινά σημεία της Συμφωνίας (σ.σ. των Πρεσπών), τα είχε επισημάνει όταν είχε έλθει στη ελληνική Βουλή προς κύρωση. Διότι το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός -και το καταλαβαίνουμε όλοι -ακόμη κι ένας πρωτοετής φοιτητής της Νομικής- και θα μπορούσαν ίσως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθούν σε κάποιους από τους φοιτητές αυτούς- ότι όταν το ελληνικό Κοινοβούλιο κυρώσει μια διεθνή συνθήκη, αυτή δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί ούτε με νεότερο νόμο. Θα πρέπει να γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος, εκτός αν θέλουν να καταργήσουμε και το Σύνταγμα. Με μεγάλη υπευθυνότητα και εγκαίρως, ο κ. Μητσοτάκης είχε πει ότι εφόσον κυρωθεί από την ελληνική Βουλή η Συμφωνία, υπάρχει μια θεσμική συνέχεια, θα πρέπει να τηρηθεί η Συμφωνία. 'Αρα το γεγονός ότι σήμερα η ελληνική Πολιτεία τιμά τις διεθνείς δεσμεύσεις που ανέλαβε -δεν έχει σημασία ότι πρόκειται για προηγούμενη κυβέρνηση- αποτελεί συνταγματική επιταγή. Ας το καταλάβουμε όλοι, με τους θεσμούς δεν παίζουμε», διεμήνυσε ο Γ. Γεραπετρίτης.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, εξάλλου, «η Συνθήκη των Πρεσπών, δυστυχώς, προέβλεπε ζητήματα πολλά και ανοιχτά, δεν έκλεισε τα θέματα ως όφειλε. Για το λόγο αυτό κατέλιπε σημαντικά κεφάλαια, τα οποία θα έπρεπε να έλθουν στη συνέχεια με συμφωνία των μερών (…) Αυτά υπεγράφησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση κι εκκρεμεί η κύρωσή τους στη Βουλή», ανέφερε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι «αυτό είναι σημαντικό για πολλούς λόγους: διότι η ελληνική κυβέρνηση σήμερα θέλει να έχει έναν έλεγχο πάνω στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση της προενταξιακής διαδικασίας, από τη στιγμή που είχε κυρωθεί η Συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία. Όλοι θα πρέπει να είμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης για να γίνει εφαρμογή της Συμφωνίας κατά τρόπο επωφελή για τα εθνικά μας συμφέροντα, είναι σαφώς ωφέλιμο να είμαστε μέσα σε αυτή τη διαδικασία», συμπέρανε ο υπουργός Επικρατείας.
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη συνάντηση των πρωθυπουργών των δύο χωρών, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε ότι «εκείνο το οποίο ετέθη, είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει διάλογος μεταξύ των δύο μερών έτσι ώστε να υπάρξει μια αμοιβαία επωφελής πρόοδος. Η οικονομική συνεργασία, τα θέματα που έχουν να κάνουν με τη συνδρομή της Ελλάδας στη διαφύλαξη του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας, τα ζητήματα με τις εμπορικές ανταλλαγές, θα πρέπει να τύχουν δημιουργικής συνεργασίας. Η Ελλάδα αποτελεί σε κάθε περίπτωση σήμερα τον ισχυρότερο πυλώνα αυτού του ζεύγους», υπογράμμισε επίσης. Ενώ από εδώ και στο εξής, «η στάση της ελληνικής κυβέρνησης θα είναι, ναι, θα εφαρμοσθεί η Συμφωνία των Πρεσπών γιατί είναι θεσμική και συνταγματική υποχρέωση της χώρας. Θα είμαστε από κοντά και θα παρακολουθούμε την εφαρμογή της κι όσες δευτερογενείς συνθήκες απαιτηθούν, θα τις κάνουμε με όριο πάντοτε την τήρηση των εθνικών δικαίων».
Σε γενικές γραμμές εξάλλου και μέχρι σήμερα είναι συνεργάσιμη η άλλη πλευρά, είπε ακόμη διαμηνύοντας ταυτοχρόνως ότι «στη διαδικασία αυτή κυρίαρχο λόγο έχει η Ελλάδα, ως κράτος - μέλος της ΕΕ έχει δικαίωμα αρνησικυρίας σε οποιοδήποτε από τα κεφάλαια αυτά. Προφανώς με σύνεση θα παρέχουμε την όποια βοήθεια, αλλά υπάρχει μία κόκκινη γραμμή, κι αυτή είναι ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει συμφωνία για τη διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων».
Διάλογος με Τουρκία, χωρίς να απεμπολούμε κυριαρχικά δικαιώματα
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, «προσερχόμαστε στο τραπέζι έχοντας διπλωματικά πλεονεκτήματα τα οποία ουδέποτε είχαμε: τη συνθήκη για τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο και την Ιταλία, ιδίως βέβαια με την Αίγυπτο σε ό,τι αφορά την Τουρκία, επίσης προσερχόμαστε με τις φιλίες που έχουμε οικοδομήσει όχι μόνο με τους παραδοσιακούς μόνο, εταίρους, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ, αλλά και με ισχυρούς περιφερειακούς παίκτες, όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος». Σκοπός της ελληνικής κυβέρνησης είναι «να συζητούμε με τη γείτονα και να αναπτύξουμε καλές γειτονικές σχέσεις, από την άλλη πλευρά είναι σαφής η τοποθέτησή μας σε ό,τι αφορά τις διερευνητικές επαφές, ότι αντικείμενο της συζήτησης είναι ο καθορισμός των θαλασσίων ζωνών και μόνον αυτός».
Συγχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας βρήκε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι «βρισκόμαστε ακόμη αρκετά μακριά από το να συζητήσουμε επί της ουσίας το θέμα της επήρειας των νησιών στη διαμόρφωση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα, οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν από το να θέσουμε το πλαίσιο αυτού του διαλόγου, ότι δηλαδή συζητάμε για τις θαλάσσιες ζώνες. Αν επικρατήσει ο ορθός λόγος και αποφευχθεί η επιθετική ρητορική, υπάρχει περιθώριο να συζητήσουμε για τα ζητήματα αυτά», εκτίμησε και συνέχισε λέγοντας: «Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη διεθνή νομολογία και πρακτική: ότι όλα τα νησιά και νησιωτικά συμπλέγματα έχουν υφαλοκρηπίδα, άρα δεν υφίσταται κανένα ζήτημα να απεμπολήσουμε τέτοιου τύπου κυριαρχικά δικαιώματα», ενώ επανέλαβε τη δήλωση του πρωθυπουργού, ότι αν δεν καρποφορήσουν οι συζητήσεις αυτές, υπάρχει πάντοτε το παράθυρο ευκαιρίας, αυτό της προσφυγής στη διεθνή δικαιοδοσία, ένα παράθυρο που, όπως σημείωσε ο υπουργός, «εμφανίζεται σήμερα πιο ισχυρό σε σχέση με προηγούμενα χρόνια». Ενώ έκλεισε την αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα με μια παραδοξότητα, όπως είπε, «ενόσω και η Ελλάδα και η Τουρκία διατεινόμαστε ότι έχουμε το διεθνές δίκαιο με το μέρος μας, τη Σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας την έχει κυρώσει μόνο ο ένας από τους δύο -κι αυτός είναι η Ελλάδα».
«Δεν είμαστε κοντά σε γενικό lockdown»
Αλλάζοντας θέμα, για τον κορονοϊό και σε ερώτηση για ενδεχόμενο lockdown, τόνισε ότι «η πραγματικότητα είναι ότι στην παρούσα φάση δεν είμαστε κοντά σε ένα γενικό lockdown. Τα επιδημιολογικά δεδομένα δεν είναι τέτοια που να δικαιολογούν ένα γενικό κλείσιμο της κοινωνίας και της αγοράς, όπως είχε συμβεί προ μηνών», Επιπλέον, συμπλήρωσε, «έχουμε πολύ αυξημένη φροντίδα για να μπορέσουμε να έχουμε μεγαλύτερη χωρητικότητα στις Μονάδας Εντατικής Θεραπείας έτσι ώστε να υποστηρίζεται η όποια σχετική αύξηση των διασωληνωμένων. Η λογική στα πράγματα είναι ότι, βεβαίως, αν υπάρξει μεγάλη επιδείνωση, θα αναγκαστούμε να πάρουμε ακόμη αυστηρότερα μέτρα, δεν είμαστε καθόλου κοντά στην καθολική απαγόρευση, αλλά βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το τι θα γίνει στο μέλλον».
Κλείνοντας επέμεινε ότι «σε αυτή τη δεύτερη φάση του κορονοϊού -το έχει επισημάνει και ο πρωθυπουργός, το έχουν επισημάνει και οι συναρμόδιοι υπουργοί- έχουμε πάει αντικειμενικά καλύτερα σε σχέση με την πρώτη φάση. Ενόσω στην πρώτη φάση, στο δείκτη επιτυχίας των κρατών του ΟΟΣΑ βρισκόμασταν περίπου στη θέση 80, σήμερα είμαστε στη θέση 115 - 130», με δείκτη τον αριθμό διασωληνωμένων και θανάτων. 'Αρα, συμπέρανε, «είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα αναλογικά με τα άλλη κράτη σε σχέση με εκεί που βρισκόμασταν κατά την πρώτη φάση της πανδημίας».