Ο υφ. Οικονομικών μιλά για τις τρεις φάσεις της ύφεσης και τα «κλειδιά» για την αντιμετώπισή της
Η πανδημία του κοροναϊού επέφερε σοβαρά πλήγματα στις οικονομίες όλων των κρατών και μία πρωτοφανή ύφεση, την οποία ωστόσο στη χώρα μας, ήδη διαχειρίζεται η ελληνική κυβέρνηση με το πρόσφατο άνοιγμα της οικονομίας και την άρση του lockdown.
Ο υφυπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, μέσα από άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» του Σαββατοκύριακου (23-24/5), αναφέρεται στο πώς προσανατολίζεται η κυβέρνηση να επανεκκινήσει την οικονομία, με δύο βασικούς παράγοντες στο επίκεντρο: τους λιγότερους φόρους και τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Αναλυτικά, ο κ. Σκυλακάκης αναφέρει:
«Η οικονομία μας μπήκε από τον περασμένο Μάρτιο σε μία εξωγενή κρίση που προκάλεσε ο αναγκαστικός και συνάμα δραματικός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας που επέβαλε η πανδημία του κορονοϊού.
Η οξεία φάση της κρίσης για το σύνολο της οικονομίας κράτησε δύο μήνες και εδώ και μερικές μέρες έχει αρχίσει, νωρίτερα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το άνοιγμα της οικονομίας. Η ύφεση αυτή έχει θα έχει τουλάχιστον τρεις φάσεις. Την πρώτη την βιώσαμε ήδη, ήταν το lock down.
Η δεύτερη είναι συνάρτηση των αναγκαστικών περιορισμών που συνεπάγεται η εφαρμογή της πολιτικής της "κοινωνικής απόστασης" σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας (εστίαση, ψυχαγωγία, πολιτισμός, αθλητισμός, μεταφορές κ.λπ.) και της κρίσης του τουρισμού που θα είναι σημαντικά μειωμένος αυτό το καλοκαίρι. Η τρίτη φάση, που θα συμπέσει σε σημαντικό βαθμό και με την δεύτερη, αφορά στις συνέπειες της διεθνούς κρίσης που θα επανέλθουν με κάποια χρονική υστέρηση στο εσωτερικό της δικής μας οικονομίας, ιδιαίτερα σε ο,τι αφορά τις εξαγωγές, την ναυτιλία και τις μεταφορές.
Με τα δεδομένα αυτά και χωρίς κάποια βίαιη επανεμφάνιση της υγειονομικής κρίσης (ένα δεύτερο lock-down δηλαδή), οι υφεσιακές πιέσεις θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Προς την αντίστροφη κατεύθυνση τώρα, από πλευράς οικονομικής πολιτικής θα λειτουργήσουν οι ακόλουθοι παράγοντες:
Η αναβολή της κατανάλωσης που για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, των οποίων το εισόδημα δεν έχει θιγεί, αναμένεται να οδηγήσει σε μια πρόσθετη κατανάλωση στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Μέρος της αναβολής είναι αυτονόητο, τα κουρεία και τα κομμωτήρια είχαν πελατεία μόλις τελείωσε το lock down. Ένα άλλο μέρος που αφορά διαρκή αγαθά (π.χ. αυτοκίνητα) ή αγαθά πολυτελείας εξαρτάται καθαρά από την ψυχολογία της οικονομίας. Αν αυτή είναι καλή, αν ή όταν δημιουργηθεί η προσδοκία ότι η ύφεση είναι προσωρινή, τότε η πρόσθετη αυτή κατανάλωση θα αρχίσει να εμφανίζεται.
Η προσαρμογή των καταναλωτών και της οικονομίας στις συνθήκες που επιβάλλει ο κορονοϊός που θα γίνεται όλο και περισσότερο όσο περνούν οι μήνες. Το έχουμε παρατηρήσει αυτό στις πολεμικές οικονομίες. Μετά το πρώτο μούδιασμα οι άνθρωποι προσαρμόζονται και η παραγωγή και η κατανάλωση αυξάνονται, παρά τις δύσκολες αντικειμενικά συνθήκες.
Η αλλαγή της ψυχολογίας όταν η ασθένεια αντιμετωπιστεί ριζικά -όπως ελπίζουμε- είτε με εμβόλιο, είτε θεραπευτικά, που θα επιδράσει και στην ελληνική και στην διεθνή οικονομία. Ο συνδυασμός της αναβολής της κατανάλωσης με την αλλαγή της ψυχολογίας θα έχει μεγάλη σημασία για τον τουρισμό στο επόμενο, κρίσιμο για την επανεκκίνηση έτος, το 2021.
Τελευταίος και σημαντικότερος παράγοντας είναι η αντι-υφεσιακή πολιτική που υιοθετεί η Ελλάδα και οι άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, που θα μετριάσει το ύψος της ύφεσης και της καταστροφής του παραγωγικού ιστού λόγω κορονοϊού. Η χώρα μας, σε συνδυασμό με τους ευρωπαϊκούς πόρους, κινητοποιεί ποσά της τάξεως των 24 δις ευρώ στη διάρκεια του 2020 και θα υπάρξουν πρόσθετα χρήματα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης το 2021. Οι παρεμβάσεις αυτές θα μειώσουν σημαντικά την έκταση της ύφεσης (κατά 5 μονάδες περίπου στην Ελλάδα, από το 10%-13% στο 4,7%-7,9% λένε τα σενάρια που έχουμε υιοθετήσει για το 2020) και τις μεταφερόμενες επιπτώσεις της ύφεσης, το carry-over effect για το 2021.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω η πολιτική μας διαμορφώνεται σε τρεις χρονικά φάσεις.
Πρώτα αντιμετωπίσαμε την οξεία φάση της κρίσης με ενίσχυση του εισοδήματος των ανθρώπων που επλήγησαν αλλά και των παραγωγικών μονάδων, τόσο με ρευστότητα όσο και με μείωση του εργασιακού κόστους, μεγάλο μέρος του οποίου το ανέλαβε το κράτος. Τώρα ξεκινούμε να αντιμετωπίσουμε την δεύτερη φάση της κρίσης που πλήττει δυσανάλογα τις δραστηριότητες που προανέφερα (τουρισμός, εστίαση, πολιτισμός, ψυχαγωγία, μεταφορές κ.λπ.). Ταυτόχρονα καταγράφουμε τις ανάγκες που θα έχει η επανεκκίνηση της οικονομίας και προετοιμάζουμε το σχετικό «πακέτο» μέτρων πολιτικής που θα εφαρμοστούν στην τρίτη φάση.
Μέτρα που συνάδουν με το ευρύτερο πρόγραμμα για το οποίο μας ψήφισε ο ελληνικός λαός. Δηλαδή μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμός του κράτους.
Στην αναλογία μεταξύ των δύο, αναγκαστικά, η μείωση των φόρων και των εισφορών θα υπάγεται στους περιορισμούς που θέτει το δημοσιονομικό πλήγμα το οποίο υπέστη η χώρα λόγω της πανδημίας, ενώ θα πρέπει να επιταχυνθεί η πορεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ο εκσυγχρονισμός του κράτους έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να δημιουργηθεί και πάλι ο δημοσιονομικός χώρος που χάθηκε λόγω του COVID-19.
Στην ταχύτερη προώθηση του προγράμματός μας για εκσυγχρονισμό του κράτους και μετάβασή του στην ψηφιακή εποχή και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν τις επενδύσεις, έχουμε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα. Είναι το κεφάλαιο εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που κέρδισε η Ελλάδα διεθνώς, αλλά και στο εσωτερικό στη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας, λόγω της εξαιρετικά αποτελεσματικής αντιμετώπισης δύο μεγάλων κρίσεων. Της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και της μεταναστευτικής κρίσης του Έβρου.
Το κεφάλαιο αυτό η κυβέρνηση θα το επενδύσει και θα το πολλαπλασιάσει στους επόμενους μήνες προωθώντας τις πολιτικές που προανέφερα, οι οποίες διασφαλίζουν την γρήγορη επανεκκίνηση της οικονομίας και την είσοδο της χώρας σε μία περίοδο δυναμικής ανάπτυξης».