Το σχέδιο ενσωματώνει παρεμβάσεις ύψους 540 δισεκατομμυρίων ευρώ και βασίζεται σε τρεις πυλώνες
Μείζον ζήτημα της ημέρας αποτελεί η συνέχεια της διάσκεψης του Eurogroup, τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. Επεσήμανε ότι μέχρι στιγμής δεν έχει επέλθει συμφωνία ώστε να βρεθεί λύση που θα εξασφαλίσει ότι η επανεκκίνηση θα είναι γρήγορη και ισχυρή, αλλά παρ' όλ' αυτά, όπως είπε, «ευελπιστούμε οι σχετικές διαφορές να γεφυρωθούν».
Το σχέδιο ενσωματώνει παρεμβάσεις ύψους 540 δισεκατομμυρίων ευρώ και βασίζεται σε τρεις πυλώνες: τη χρηματοδότηση με περίπου 100 δισεκ. ευρώ για τη στήριξη της εργασίας από το πρόγραμμα Sure της Κομισιόν, τη χρηματοδότηση με περίπου 200 δισεκ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για μόχλευση ώστε να υπάρξει ρευστότητα στην οικονομία και τρίτον τη χρηματοδότηση με 240 δισεκ. ευρώ, περίπου δηλαδή το 2% του ΑΕΠ κάθε κράτους μέλους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον ESM. Πρόσθεσε δε ότι ως προς το τελευταίο σκέλος η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών δέχονται ως μοναδική προϋπόθεση την τήρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών και τη χρήση των χρημάτων αυτών για την αντιμετώπιση του κορονοϊού χωρίς άλλους όρους, περιορισμούς και προϋποθέσεις.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας πρόσθεσε ότι οι θέσεις της Ελλάδας είναι γνωστές και έχουν διατυπωθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην κοινή επιστολή του με άλλους οχτώ ηγέτες προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στηρίζονται στην αρχή ότι «τα κοινά προβλήματα απαιτούν κοινές λύσεις» κι έχουν στόχο τη χαμηλού κόστους χρηματοδότηση για όλες τις χώρες μέλη της ευρωζώνης. Κάτι που μπορεί να γίνει με την έκδοση ειδικού ευρωομολόγου. Τόνισε πάντως ότι αν και υποστηρίζουμε την έκδοση ευρωομολόγου δεν πρέπει να υποτιμούμε τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει ήδη σε κοινοτικό επίπεδο.
Αναφέρθηκε ειδικά στη μέγιστη δυνατή ευελιξία στη χρήση των πόρων του ΕΣΠΑ και στις κρατικές ενισχύσεις, την εφαρμογή της ρήτρας γενικής διαφυγής από τους περιορισμούς του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης με αποτέλεσμα να μην ισχύουν οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στα κράτη μέλη για το 2020, την έγκριση σημαντικών εργαλείων ρευστότητας που μετά από χρόνια περιλαμβάνουν και την πατρίδα μας (συμμετοχή στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και τα ομόλογά της γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ με αποτέλεσμα να είναι δυνατή φθηνή χρηματοδότηση ύψους 10 δισεκ. ευρώ από τις τράπεζες στην πραγματική οικονομία.