Υπογράμμισε ότι μέσα από ένα ειλικρινή και συντροφικό διάλογο «θα αποδείξουμε για άλλη μια φορά ότι είμαστε κόμμα εξουσίας
Ιστορική και συμβολική χαρακτήρισε ο Αλέξης Τσίπρας τη σημερινή συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, όπου συζητείται ο απολογισμός της περιόδου 2012-19, σημειώνοντας ότι αυτός «δεν είναι αυτομαστίγωμα» αλλά «έχει το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία, τους εργαζόμενους, τους αριστερούς, τους προοδευτικούς, τους δημοκράτες πολίτες που κουράστηκαν με την αυταρέσκεια, την αυτάρκεια, την αλαζονεία των παλιών πολιτικών δυνάμεων».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα απολογηθεί, αλλά θα μάθει από τα λάθη και τις παραλήψεις της πρώτης φοράς αριστερά. Και θα το κάνει επειδή πρώτιστο καθήκον της περιόδου, είναι να προετοιμαστούμε κατάλληλα για τη δεύτερη φορά», υπογράμμισε. Τόνισε ότι ο ανοικτός διάλογος είναι αναγκαίος για να διατηρηθεί ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός του κόμματος και να δώσει απαντήσεις σε καίρια ζητήματα ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να αναλάβει ξανά τις ευθύνες της χώρας. «Το κόμμα μας είναι ακριβώς αυτό», υπογράμμισε, «το όχημα της αλλαγής της κοινωνίας, το όχημα για να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση Μητσοτάκη».
Ειδικότερα είπε ότι πρώτη φορά στην Ελλάδα κόμμα που κυβέρνησε έχει την «πολιτική γενναιότητα» να αποτιμήσει τη δική του διακυβέρνηση και μάλιστα «με αυστηρή αυτοκριτική διάθεση». Επέκρινε τις δυνάμεις του «παλιού πολιτικού συστήματος» ότι «αποσιώπησαν» σκόπιμα τις περιόδους διακυβέρνησης τους, επενδύοντας στη λήθη, γιατί στόχος τους «είναι η επιστροφή στην εξουσία για να ξανακάνουν τα ίδια ‘λάθη'». «Έτσι δεν είδατε και δεν πρόκειται να δείτε ποτέ συλλογικές αποτιμήσεις της διακυβέρνησης Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά, ούτε θα δείτε για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, γιατί από ό,τι φαίνεται πολύ πιο σύντομα από όσο φανταζόμασταν αρχικά, θα έρθει η ώρα της». Σχολίασε ότι «απλώς μετά την ήττα θα επιδοθούν στην αποδόμηση του πρώην αρχηγού και η ζωή θα συνεχιστεί», με μόνο στόχο τη νομή της εξουσίας.
Υπογράμμισε ότι μέσα από ένα ειλικρινή και συντροφικό διάλογο «θα αποδείξουμε για άλλη μια φορά ότι είμαστε κόμμα εξουσίας, αλλά όχι ενσωματωμένο στο δικό τους σύστημα εξουσίας». «Ο κ. Μητσοτάκης τόλμησε να μιλήσει για ‘απολογία' του ΣΥΡΙΖΑ, πήρε την απάντηση που του αξίζει, γιατί πάει πολύ να μας κουνάνε το δάχτυλο όσοι έχουν την ευθύνη της χρεοκοπίας της χώρας. «Αν κάποιος όφειλε να απολογηθεί είναι εκείνος και η παράταξη του», είπε.
Σχολίασε ότι επειδή είναι ιστορικό δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και την επιτροπεία και κατάφερε να κρατήσει την κοινωνία όρθια, «οι αντίπαλοι μας διαρκώς επιχειρούν να διαγράψουν την διακυβέρνηση 2015-2019 και εστιάζουν την κριτική τους αποκλειστικά στο πρώτο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης». Όμως, τόνισε, χωρίς εκείνη την σκληρή διαπραγμάτευση η χώρα θα βρισκόταν ακόμα στην μέγγενη των Μνημονίων, γιατί αυτή ανέδειξε το «τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, δημιούργησε τις μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές ρωγμές στην Ευρώπη, «δίνοντας μας τη δυνατότητα, μέσα από συμμαχίες, για παρεμβάσεις υπέρ της κοινωνίας που ανακούφισαν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες παρά τη Μνημονιακή συνθήκη». Αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις στην υγεία, τα εργασιακά, την προνοιακή και κοινωνική πολιτική, μέτρα ελάφρυνσης και ενίσχυσης των ασθενέστερων.
Είπε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι και να δηλώνει περήφανος: για τη Συμφωνία των Πρεσπών, για την «ανθρωπιστική διαχείριση του προσφυγικού», για τη διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων, για την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας, «γιατί συγκρουστήκαμε με την διαπλοκή και την ολιγαρχία», «γιατί δώσαμε αγώνα για να αποδοθεί δικαιοσύνη».
«Να απαντήσουμε δύο κρίσιμα ερωτήματα»
«Υπήρξαν όμως και αδυναμίες. Υπήρξαν και αστοχίες» και το κείμενο απολογισμού μας επιχειρεί να τις εντοπίσει, είπε. Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι από το Συνέδριο και από τη διαδικασία διαλόγου πρέπει να απαντηθούν δύο κρίσιμα ερωτήματα. Πρώτον, «πώς θα καταφέρει, τη δεύτερη φορά η Αριστερά, κερδίζοντας τις εκλογές, να αναλάβει την ευθύνη και τον έλεγχο όχι μόνο των κυβερνητικών θέσεων, αλλά και κρίσιμων αρμών της εξουσίας». Δεύτερον, «πώς θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε, με δεδομένες τις δεσμεύσεις μας στην ΕΕ, αλλά τώρα που είμαστε πια εκτός μνημονίων άρσης κυριαρχίας, ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και μεγάλων τομών, που θα αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας».
Τόνισε ότι αυτά πρέπει να απαντηθούν γιατί η Αριστερά θέλει την εξουσία για να αλλάξει τις συνθήκες ζωής των πολλών και γιατί «τη δεύτερη φορά δε θα υπάρχει δικαιολογία, καμία. Ούτε δεν ήξερα, ούτε δεν υπολόγισα». Σε αυτό το πλαίσιο, έθεσε το ερώτημα αν «μπορούμε να εφαρμόσουμε ριζοσπαστικό πρόγραμμα προς όφελος της πλειοψηφίας», αν δεν απαντηθούν ερωτήματα όπως, μεταξύ άλλων:
«Τι κάνουμε με τις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια, τη προστασία των δανειοληπτών;
Τι κάνουμε με την ΕτΕ, όταν συστηματικά και με σχέδιο υπονομεύει την ίδια τη κυβέρνηση;
Τι κάνουμε με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όταν αποτελούν οι ίδιες εστίες διαφθοράς και κράτος εν κράτη;
Τι κάνουμε με τη δημόσια διοίκηση και τους θύλακες δολιοφθοράς του κυβερνητικού έργου;
Τι κάνουμε με τους εκπροσώπους της διαπλοκής και του παλιού πολιτικού συστήματος μέρα στις κρατικές δομές;
Τι κάνουμε με του ολιγάρχες που κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις στα μέσα ενημέρωσης;».
«Όταν για παράδειγμα», τόνισε, «εμείς απολογούμασταν για το Μάτι και σήμερα η φυσική ηγεσία, για τους χειρισμούς της οποίας τότε απολογούμασταν, δουλεύει σε θέσεις πολιτικού προϊσταμένου για τον πολιτικό μας αντίπαλο, σημαίνει ότι και τότε που κυβερνούσαμε εμείς, δούλευε για το πολιτικό μας αντίπαλο. Στη δική μας πλάτη».
Υπογράμμισε ότι η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι «κανόνες, διαφάνεια, αξιοκρατία, αφού όμως ξηλώσεις τη σαπίλα που σε τρώει σα το σαράκι».
Κριτική στην κυβέρνηση: «Τυφλή πρόσδεση στον νεοφιλελευθερισμό και ανικανότητα»
Ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση είπε ότι διέψευσε πολύ γρήγορα τον προεκλογικό εαυτό της και «επαναλαμβάνει όλα όσα έφεραν τη χώρα στο γκρεμό». Κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη για «τυφλή πρόσδεση στον ύστερο, φθαρμένο, διαβλητό, υπό αμφισβήτηση σε όλο τον κόσμο, νεοφιλελευθερισμό», αλλά και για «παντελή ανικανότητα, από το προσφυγικό μέχρι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, κι από τις διεθνείς σχέσεις μέχρι τη διαχείριση των πιο απλών προβλημάτων. Υποστήριξε ότι «η φθορά της κυβέρνησης διαμορφώνει αντικειμενικές συνθήκες για την δημιουργία μαζικών κοινωνικών αντιστάσεων στις πολιτικές της. 'Αρα οι εξελίξεις μπορούν να είναι ραγδαίες».
Τόνισε ότι σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η πορεία προς το λαό, για να καταφέρει να ανταποκριθεί στην αποστολή του, να οργανώσει μια πλατιά, κοινωνική, μαχητική και παρεμβατική αντιπολίτευση, να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών πολιτικών αλλαγών και κοινωνικού μετασχηματισμού, να εκφράσει τις προσδοκίες και τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά και να μπορεί να τις μετασχηματίσει.
«Ας μην τον φοβηθούμε τον κόσμο»
Σχολίασε ότι το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό του κόμματος, μια συζήτηση λίγο άχαρη λίγο γύρω από οργανωτικά θέματα ή γύρω από λέξεις, «που νομίζω μας αδικεί», γιατί, όπως είπε, δεν διαφωνεί κανείς ότι «για να φτιάξουμε ένα κόμμα μαζικό αριστερό, δημοκρατικό και προοδευτικό, πρέπει και να ανασυγκροτηθούμε και να διευρυνθούμε και να μετασχηματιστούμε». «Να ανασυγκροτηθούμε οργανωτικά. Να διευρυνθούμε πολιτικά. Να μετασχηματιστούμε κοινωνικά», πρόσθεσε.
Τόνισε ότι η πρόταση του και ο προσανατολισμός που εισηγείται στην ΚΕ και στην πορεία προς το συνέδριο είναι: «Ένα κόμμα σε διαρκή κίνηση που δεν θα είναι όμως ένα κόμμα ασπόνδυλο, αλλά κόμμα των κοινωνικών ριζωμάτων και των ριζοσπαστικών πολιτικών αξιών και στόχων».
Ειδικότερα, αναφορικά με τη συζήτηση για το όνομα του κόμματος, είπε ότι η Διακήρυξη που έχει ψηφιστεί ομόφωνα, «καλεί όλους τους προοδευτικούς πολίτες να ενταχθούν στις γραμμές μας, όχι μόνο τους ριζοσπάστες της αριστεράς, αλλά ακόμη και τους προοδευτικούς και «δημοκρατικούς πολίτες του κέντρου'». Εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ένταξη αυτών των ανθρώπων «όχι μόνο δε θα στρέψει το κόμμα προς τα δεξιά, όπως κάποιοι φοβούνται, αλλά αντιθέτως προς τα αριστερά θα το στρέψει».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι «πρέπει να πάρουμε μια ξεκάθαρη απόφαση από την ΚΕ», «ότι θα υπάρξει προσθήκη δίπλα στο όνομα ΣΥΡΙΖΑ, που θα αποφασισθεί σε συνεννόηση και με τους συντρόφους μας που στη πορεία προς το συνέδριο θα ενσωματωθούν οργανικά και ισότιμα στο κόμμα μας». «Και στην επόμενη Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης (ΚΕΑ), πρόσθεσε, «θέλω να πιστεύω με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, να αποφασίσουμε τη πρόταση για τη προσθήκη στην ονομασία που θα επικυρωθεί στο Συνέδριο».
Είπε πως το ερώτημα «αν ανοίγοντας τις πόρτες στον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ αναρριχηθούν σε θέσεις ευθύνης και πρόσωπα με ιδιοτελείς στόχους», «δεν αφορά μόνο αυτούς που έρχονται στο κόμμα σήμερα, αλλά και αυτούς που είμαστε στο κόμμα πολλά χρόνια». Σημείωσε ότι αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο με κανόνες «που θα τους τηρούμε όλοι» και με εμβάθυνση της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Ο κ. Τσίπρας ζήτησε να γίνει συνείδηση ότι η εποχή είναι διαφορετική σε ό,τι αφορά την κουλτούρα κομματικής ένταξης αλλά και στην ταχύτητα επικοινωνίας, και πως τα μέλη πρέπει να έχουν αντικείμενο δράσης και δικαίωμα συμμετοχής στις κορυφαίες αποφάσεις'.
«Ας μη τον φοβηθούμε τον κόσμο. Ας μη φοβηθούμε τη συμμετοχή του κόσμου», όσο πιο ανοιχτός, όσο πιο δημοκρατικός, τόσο πιο αριστερός θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ της νέας εποχής και το παράδειγμα του Σάντερς μας το αποδεικνύει», τόνισε. Εξέφρασε τη διαφωνία του με την άποψη ότι δεν πρέπει να είναι ισότιμα μέλη ή να θεωρούνται υποτιμητικά «followers» όσοι εγγράφονται στην πλατφόρμα και θέλουν να συμμετάσχουν στη κομματική μας ζωή -προφανώς και δια ζώσης, στις συγκεντρώσεις και στη δράση μας σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο- αλλά δεν έχουν το χρόνο ή τη διάθεση να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις των οργανώσεων μας.