Τα τρία ερωτήματα της Κουμουνδούρου για τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο
Το ερώτημα με ποια στρατηγική προσέρχεται στην αυριανή του συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, απευθύνει προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη με ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ επαναλαμβάνει το αίτημα για την σύγκληση του Εθνικού Συμβούλιου Εξωτερικής Πολιτικής, προκειμένου να υπάρξει αναλυτική ενημέρωση για όλες τις κρίσιμες εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα και τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Στην ανακοίνωσή του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρει ότι «μετά τη συνάντηση που είχε ο πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, η κυβέρνηση άφηνε να διαρρεύσει πως τα αποτελέσματά της ήταν "καλύτερα του αναμενομένου"».
Ωστόσο προσθέτει, οι εξελίξεις μετά από αυτή τη συνάντηση δυστυχώς διαψεύδουν την κυβέρνηση και υποστηρίζει ότι το τελευταίο δίμηνο:
- Οι προσφυγικές ροές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα σε σύγκριση με αντίστοιχες περιόδους προηγούμενων ετών.
- Η Τουρκία συνεχίζει την προκλητική και παραβατική δραστηριότητα στην Κυπριακή ΑΟΖ και τις παραβιάσεις στον εθνικό εναέριο χώρο της χώρας μας.
- Πριν λίγες μέρες η Τουρκία ξεπέρασε κάθε όριο προκλητικότητας, προχωρώντας στην παντελώς ανυπόστατη και κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου συμφωνία με τη σημερινή κυβέρνηση της Λιβύης.
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «Σήμερα μαθαίνουμε δια στόματος Ερντογάν πως ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε εκ νέου συνάντηση στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ». Καταλήγει ότι «Το κρίσιμο ερώτημα είναι λοιπόν με ποια στρατηγική προσέρχεται ο κ. Μητσοτάκης στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο και προσθέτει:
1. Θα ζητήσει τον άμεσο τερματισμό της προκλητικής και παραβατικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο και την Κυπριακή ΑΟΖ;
2. Θα ζητήσει την άμεση ανάκληση της ανυπόστατης συμφωνίας Τουρκίας - Λιβύης που παραβιάζει κατάφωρα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα νότια της Κρήτης, που πηγάζουν από το Δίκαιο της Θάλασσας;
3. Θα ζητήσει την πιστή τήρηση της κοινής δήλωσης ΕΕ - Τουρκίας για την άμεση μείωση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών ή θα συνεχίσει την πολιτική κατευνασμού, που όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, είναι καταδικασμένη να αποτύχει διπλά, και στον περιορισμό των ροών αλλά και στην παύση της παραβατικής συμπεριφοράς της γείτονος;».