«Το όνομα έτσι κι αλλιώς είχε δοθεί από το 1992», τόνισε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Θερμά συγχαρητήρια στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, έδωσε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, κατά τη διάρκεια του διαλόγου που είχαν ενώπιον των τηλεοπτικών συνεργείων στην αρχή της συνάντησής τους.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έδειξε τόλμη και θάρρος και έδωσε τέλος σε μια «αχρείαστη» διαμάχη που ταλάνιζε επί τριάντα χρόνια την Ελλάδα, ανοίγοντας ταυτόχρονα πόρτες για συνεργασία, ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή.
«Το όνομα έτσι κι αλλιώς είχε δοθεί από το 1992», τόνισε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και σημείωσε πως με τη Συμφωνία των Πρεσπών απαλείφονται και τα αλυτρωτικά που υπήρχαν στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.
Ο κ. Τσίπρας, από την πλευρά του, σημείωσε πως πρόκειται πραγματικά για ένα ιστορικό βήμα, που με τον τρόπο που έγινε, ενισχύει τη διεθνή αξιοπιστία της Ελλάδας, η οποία έχει βασικό όπλο το διεθνές δίκαιο και γι' αυτόν το λόγο θεωρεί πως θα βοηθήσει και στις προσπάθειες για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό.
H σημερινή συνάντηση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, και του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Αλέξη Τσίπρα, στη Λευκωσία, γίνεται στο πλαίσιο της στενότατης συνεργασίας που έχουν, προκειμένου να εξετάσουν μαζί, να επισημάνουν τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά και ενόψει της συνάντησης του κ. Τσίπρα στις 5 Φεβρουαρίου με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, τους παραπέρα χειρισμούς, όπως είπε ο κ. Αναστασιάδης, στο διάλογο που είχαν ενώπιον των τηλεοπτικών συνεργείων.
Ο κ. Αναστασιάδης τόνισε πως ο συντονισμός των ενεργειών Κύπρου και Ελλάδας έχει ως στόχο την επιδίωξη μιας λύσης στο Κυπριακό «που να επιτρέπει επιτέλους την ειρηνική συνύπαρξη, τη σταθερότητα, την ειρήνη αλλά ιδιαίτερα και μια λύση που να συνάδει απόλυτα με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες και το διεθνές δίκαιο έτσι ώστε να διασφαλίζεται από τη μια η λειτουργικότητα, αλλά και η βιωσιμότητα και η συμβατότητα της λύσης με το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο».