«Η ΝΔ έχει μία πολιτική που αντικειμενικά δημιουργεί πελατεία για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»
«Το ερώτημα που τίθεται στο δημόσιο διάλογο, στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, είναι αν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια είναι μη κερδοσκοπικά ή κερδοσκοπικά» ανέφερε σε ομιλία του στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς για τις σύγχρονες συνταγματικές προκλήσεις, ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου. Κάνοντας αναφορά στο άρθρο 16, υποστήριξε ότι «η μόνη λύση είναι η αναβάθμιση των δημόσιων Πανεπιστημίων».
Σύμφωνα με τον κ. Γαβρόγλου, η απάντηση στο ερώτημα κερδοσκοπικά ή μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά πανεπιστήμια, είναι σαφής: «Και τα δύο είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα, απλώς στην πρώτη περίπτωση των μη κερδοσκοπικών, δεν μοιράζουν κέρδη. Αλλά και τα δύο θέλουν έσοδα για να μπορούν να συντηρηθούν. Και τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: γιατί τόσες δεκαετίες δεν έχει υπάρξει έστω και μία έκθεση βιωσιμότητας για να υπάρχει ένας υπολογισμός ως προς τα έξοδα που έχουν τέτοια ιδρύματα, ώστε να υπολογιστούν τα έσοδα που πρέπει να υπάρχουν. Οι δικές μας μελέτες καταλήγουν ότι ένα μικρό αλλά σοβαρό πανεπιστημιακό ίδρυμα θα πρέπει να χρεώνει τουλάχιστον 10.000 ευρώ δίδακτρα ανά φοιτητή, ανά έτος, χωρίς να λαμβάνει κανένας υποτροφία, άρα υψηλότερα δίδακτρα σε περίπτωση υποτροφιών. Εδώ δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος των εγκαταστάσεων, υποδομών, εργαστηρίων και λοιπών που χρειάζεται ένα κεφάλαιο τουλάχιστον 50.000.000 ευρώ. Αν μιλάμε, λοιπόν, για ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές ιδιωτικό πανεπιστήμιο (χωρίς Ιατρική και Πολυτεχνική Σχολή), τότε μιλάμε για τεράστιες επενδύσεις, χωρίς κέρδος».
Σχετικά με τα δημόσια Πανεπιστήμια ο υπουργός Παιδείας υποστήριξε ότι «στη χώρα μας έχουν ένα μοναδικό προνόμιο: να μπορούν να διαχειριστούν δημόσιο χρήμα αλλά και κονδύλια από ευρωπαϊκούς, κοινωφελείς οργανισμούς, ακόμη και από ιδιώτες. Επιπλέον, τα μεγάλα Πανεπιστήμια στη χώρα μας έχουν δική τους περιουσία και έσοδα από κληροδοτήματα. Δηλαδή, διαχειρίζονται έσοδα από θεσμούς που δεν λογίζονται ως δημόσιοι. Οι Επιτροπές Ερευνών που λειτουργούν σε κάθε ΑΕΙ, υπό την εποπτεία της Συγκλήτου έχουν το δικό τους ΑΦΜ, άρα δεν ισχύει το επιχείρημα ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι πιο ευέλικτα στη διαχείριση κονδυλίων».
Αναφερόμενος στη διεθνή εμπειρία, ο κ. Γαβρόγλου τόνισε: «Δεν θα ασχοληθούμε με τα ιδιωτικά κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, τα οποία άρχισαν να δημιουργούνται τα τελευταία 20 χρόνια και πολλά από τα οποία έκλεισαν ή αλλάζουν συχνά το νομικό τους καθεστώς. Σχετικά με τα μη κερδοσκοπικά, στην Ευρώπη, με εξαίρεση τις χώρες που είχαν σοσιαλιστικά καθεστώτα μέχρι το 1989, τα πανεπιστήμια είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσια, με διαφοροποιημένα καθεστώτα χρηματοδότησης. Το σημαντικό. Αν κάποια πανεπιστήμια έχουν δίδακτρα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ιδιωτικά. Πολλά δημόσια πανεπιστήμια στην Ευρώπη έχουν είτε τέλη εγγραφής είτε δίδακτρα. Στις Η.Π.Α. υπάρχουν τα πολιτειακά πανεπιστήμια και τα αμιγώς ιδιωτικά και ορισμένα μεγάλων εταιρειών, εκκλησιών κτλ.
Η μεγάλη πλειοψηφία είναι ιδιωτικά με τα έσοδα τους να προέρχονται αποκλειστικά από τα δίδακτρα και τα έσοδα που εξασφαλίζονται από τις καμπάνιες χρηματοδότησης που κάνουν ανάμεσα στους πτυχιούχους τους. Τα δίδακτρα που χρεώνουν τα πανεπιστήμια, δημόσια ή ιδιωτικά έχουν οδηγήσει σε ένα εξαιρετικά πρόβλημα: την αδυναμία αποπληρωμής των δανείων που παίρνουν οι φοιτητές για να πληρώσουν τα δίδακτρα. Τα συνεχώς αυξανόμενα δίδακτρα, διαμόρφωσαν μία ζήτηση για δάνεια και τα οποία παρέχονται με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, δηλαδή να μπορούν να αποπληρωθούν μετά από ένα εύλογο διάστημα μετά την αποφοίτηση και υπό τον όρο ότι οι μισθοί των πτυχιούχων θα είναι πάνω από ένα ποσό. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι χρέος 1,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ στις ΗΠΑ και 290 δισεκατομμυρίων λιρών στην Αγγλία».
Απαντώντας στο επιχείρημα περί της βελτίωσης των δημοσίων πανεπιστημίων μέσα από τον ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά, ο κ. Γαβρόγλου υποστήριξε ότι «δεν ευσταθεί» και εξήγησε:
«Πρώτον, δεν έχει διαπιστωθεί πουθενά στον κόσμο ούτε και στη χώρα μας, ούτε καν σε άλλους θεσμούς όπως είναι τα σχολεία και τα νοσοκομεία. Το σημαντικό, όμως, σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι όσοι το χρησιμοποιούν δέχονται -χωρίς να το δηλώνουν- ότι τα πανεπιστήμια, είτε παρέχουν υπηρεσίες, είτε παρέχουν προϊόντα. Στη δική μας λογική η παρεχόμενη γνώση δεν είναι καταναλωτικό προϊόν ώστε να ισχύουν οι νόμοι του ανταγωνισμού».
Ως προς τις εργασιακές σχέσεις, ο κ. Γαβρόγλου προέταξε «τη δραματική αύξηση των συμβασιούχων σε πολλά ιδιωτικά πανεπιστήμια, ειδικά στις ΗΠΑ, την ουσιαστική κατάργηση της μονιμότητας και άρα την συντηρητικοποίηση της παρεχόμενης γνώσης, αφού όλο και περισσότεροι αυτολογοκρίνονται αφού δεν έχουν μονιμότητα».
Τέλος, αναφερόμενος στους τρόπους που θα εισάγονται οι φοιτητές σε αυτά τα Πανεπιστήμια, ο υπουργός Παιδείας-Έρευνας και Θρησκευμάτων τόνισε ότι υπάρχει «σιωπή από τη Νέα Δημοκρατία» και συνέχισε λέγοντας: «Τι θα γίνει με την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα;. Η ΝΔ, ως προς το θέμα αυτό, σιωπά. Η ΝΔ προτείνει την μείωση του αριθμού των εισακτέων και τον καθορισμό των βάσεων από κάθε Τμήμα που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του αριθμού εισακτέων. Την ίδια στιγμή χύνει κροκοδείλια δάκρυα για το ότι οι νέοι μας φεύγουν για να σπουδάσουν σε άλλες χώρες και άρα η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα τα κρατήσει στη χώρα μας. Με άλλα λόγια η ΝΔ έχει μία πολιτική που αντικειμενικά δημιουργεί πελατεία για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Η μόνη λύση είναι η αναβάθμιση των δημοσίων πανεπιστημίων, η οικονομική τους ενίσχυση, η ενίσχυση τους σε διδακτικό προσωπικό και ο εξορθολογισμός της δομής τους μαζί και με την ίδρυση τμημάτων με νέα γνωστικά αντικείμενα. Δηλαδή, πρωτοβουλίες σαν αυτές που λαμβάνουμε, δημιουργώντας τη νέα αρχιτεκτονική των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας».