Για σημαντικό βήμα έκανε λόγο ο Αλέξης Χαρίτσης
Οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, η συστηματική προεργασία των δύο πλευρών τον τελευταίο χρόνο ως την ανακοίνωση της συμφωνίας πρωθυπουργού-Αρχιεπισκόπου, η καθυστερημένη αντίδραση και αναδίπλωση της ΝΔ, τα σημεία της συμφωνίας και οι προοπτικές της, ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος, καθώς και η κάλυψη αναγκών της Αυτοδιοίκησης, συζητήθηκαν κατά την συνέντευξη του υπουργού Εσωτερικών Αλέξη Χαρίτση στην εκπομπή «Επόμενη Μέρα» στην ΕΡΤ1.
Ο κ. Χαρίτσης, αναφερόμενος στο σχέδιο της συμφωνίας Κράτους -Εκκλησίας και τις αντιδράσεις, επισήμανε ότι « ελληνική κυβέρνηση με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού έκανε ένα σημαντικό βήμα κι έδειξε ότι δεν φοβάται να μπει σε μια διαδικασία επίλυσης ενός μακροχρόνιου προβλήματος της ελληνικής κοινωνίας». Εξήγησε ότι η πρωτοβουλία ξεκίνησε με εμπιστοσύνη και συναίνεση με την ηγεσία της Εκκλησίας, που αντιλαμβάνεται την ανάγκη εξορθολογισμού των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα την ανακοίνωση της 6ης Νοεμβρίου. Ο υπουργός χαρακτήρισε «ιστορική» την ανακοίνωση, διότι όπως είπε «για πρώτη φορά επιχειρείται με σαφή τρόπο να ξεκαθαριστούν ζητήματα που αφορούν τη μισθοδοσία των κληρικών, το Ταμείο και κυρίως την καταγραφή και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας».
Ο κ. Χαρίτσης διευκρίνισε ότι προηγήθηκε συστηματική δουλειά τον τελευταίο χρόνο, διάστημα κατά το οποίο χτίστηκε αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ για την πορεία των εργασιών ενημερωνόταν ανελλιπώς η Ιερά Σύνοδος.
Την αρνητική εξέλιξη ο υπουργός την απέδωσε σε καθυστερημένη αντίδραση του κ. Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αναδιπλώθηκε από την αρχική -θετική- δήλωση του, τοποθετούμενος έτσι εναντίον και μιας βασικής του πολιτικής θέσης περί ανάγκης μικρότερου κράτους, περί πλεονάζοντος προσωπικού κ.λ.π., όπως είπε χαρακτηριστικά
Τόνισε ότι η συμφωνία «τορπιλίστηκε», ωστόσο, πρόσθεσε, η ελληνική κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προχωρήσει και να δώσει διέξοδο, ενισχύοντας την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Είτε με επιπλέον προσλήψεις, που θα έχει τη δυνατότητα να κάνει για να καλύψει τα τεράστια κενά που παρουσιάζουν κρίσιμοι τομείς (της υγείας, της παιδείας, της αυτοδιοίκησης κ.ά.) είτε με την αξιοποίηση της ανενεργής μέχρι σήμερα εκκλησιαστικής περιουσίας.
«Ζήτημα εθνικής σημασίας» χαρακτήρισαν την καταγραφή και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας οι περιφερειάρχες κ.κ. Κ. Αγοραστός και Απ. Κατσιφάρας στις παρεμβάσεις τους, θίγοντας ζητήματα -πληγές της Αυτοδιοίκησης Β΄ Βαθμού, όπως η υποστελέχωση , η υποχρηματοδότηση και η μεταφορά αρμοδιοτήτων σε αυτές χωρίς τους απαιτούμενους πόρους. Αναφέρθηκαν στα παρακρατηθέντα από το κράτος έσοδα από τον ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ από το 2013 προς τις Περιφέρειες.
Ο υπουργός απάντησε ότι τα ζητήματα των αρμοδιοτήτων θα ξεκαθαρίσουν με τον «Κλεισθένη ΙΙ», ώστε να αποφευχθούν συγκρούσεις και επικαλύψεις. Για την υποστελέχωση τόνισε ότι γίνεται συνολικός σχεδιασμός για προσλήψεις προσωπικού μέσω ΑΣΕΠ. Ανέφερε την τελευταία προκήρυξη 8.500 θέσεων στην καθαριότητα και την ύδρευση, ενώ υποσχέθηκε ότι σύντομα θα ακολουθήσει νέα, για τους μικρούς και ορεινούς δήμους.
Συμφώνησε στην ανάγκη των φορέων της Αυτοδιοίκησης για αύξηση των εσόδων τους. Σημείωσε ότι καταβάλλονται προσπάθειες για την αύξηση τους, με αύξηση των αυτοτελών φόρων , ενώ ανακοίνωσε αύξηση της χρηματοδότησης τους κατά 5% το 2018 και άλλο ένα 5% το 2019. Επισήμανε ότι «υπάρχει δημοσιονομική δυνατότητα και θα υλοποιηθεί, όπως και μια σειρά από έργα βασικών υποδομών που έπρεπε να έχουν γίνει πολλά χρόνια παλαιότερα» και υλοποιούνται μέσα από προγράμματα των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών, κόστους πάνω από 7 δισεκ. ευρώ μόνο για το 2018.
Ο κ. Χαρίτσης αντιπαρήλθε την πρόταση για την απόδοση του ΕΝΦΙΑ στους φορείς της Αυτοδιοίκησης, εξηγώντας ότι «θα βαίνει μειούμενος τα επόμενα χρόνια, σύροντας σε αντίστοιχη πορεία τα έσοδα της ΤΑ», ενώ συμπλήρωσε πως θα επέφερε επίσης «διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των φορέων ΤΑ». Κλείνοντας, τόνισε ότι οι φορείς της ΤΑ, τα χρόνια μετά τα μνημόνια, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν και να τονίσουν τον κοινωνικό ρόλο τους κι όχι να επιδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, ή να αυξάνουν τους φόρους.