Σήμερα η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος παίρνει ακόμη ευρύτερο περιεχόμενο και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, διότι έρχεται τη στιγμή που κάνουμε τα πρώτα μας βήματα μετά την ολοκλήρωση της μνημονιακής περιόδου.
Αυτό σημείωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ξεκινώντας την ομιλία του στην Ολομέλεια στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. «Η ολοκλήρωση της μνημονιακής περιόδου και η εκκίνηση της συνταγματικής αναθεώρησης συμπίπτουν χρονικά από επιλογή» είπε ο πρωθυπουργός. Συνέχισε δε επισημαίνοντας, ότι «σήμερα πλέον εκτός από την υποχρέωση, έχουμε και την δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στην εμπειρία της χρεοκοπίας, της κρίσης αλλά και της διαχείρισης της. Να στοχαστούμε πάνω στις θεσμικές αιτίες τους, γιατί βεβαίως υπάρχουν και άλλες μη θεσμικές αιτίες, να αντλήσουμε από την εμπειρία μας και να εξάγουμε αναγκαία διδάγματα».
«Η κατάσταση του κράτους δεν ήταν ανεπάρκεια αλλά πολιτική επιλογή. Το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό, τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού, την ανοχή στη γενικευμένη φοροδιαφυγή που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, την αποδοχή του δηλαδή από τα μεσαία στρώματα ως της δικής τους ιδεολογίας», επεσήμανε ο πρωθυπουργός.
«Έχω τη πεποίθηση, ότι μια από τις θετικές παρακαταθήκες της κρίσης ήταν η ευαισθητοποίηση των πολιτών, όχι μόνο εναντίον των πολιτικών της λιτότητας, αλλά και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που περιορίζει τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων, που υποτιμά το ρόλο και τη νοημοσύνη τους και εν τέλει εγκαθιδρύει ένα καθεστώς αδιαφάνειας για κρίσιμες επιλογές», προσέθεσε και τόνισε ότι «η πρόταση μας για την συνταγματική αναθεώρηση δεν κοιτάει μόνο προς τα μέσα, αλλά λαμβάνει υπόψη τους μετασχηματισμούς του κράτους και των θεσμών αλλά και την ανάδυση πολλαπλών εθνικών, υπερεθνικών, δημόσιων και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας που δεν ελέγχονται από το λαό, αλλά αντίθετα επιβάλλουν πολιτικές και οικονομικές επιλογές ασκώντας την πειθαρχική τους λειτουργία πάνω στον λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του».
Επισημαίνοντας ότι «η κρίση λειτούργησε αφυπνιστικά, έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία, αλλά και το αίτημα για τη ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους», ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «δεν έχουμε την φιλοδοξία να δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, δεν θέλουμε να επιβάλουμε τις δικές μας προτάσεις» και τόνισε ότι «αναζητούμε συναινέσεις σε θέσεις και προτάσεις, που θεωρούμε αναγκαίες για τους σκοπούς που θέλουμε να υπηρετήσουμε».
Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας
Όπως είπε «εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί σε αυτό το Κοινοβούλιο που τους μοιράζονται. Εκτιμώ, ότι είναι αρκετοί εκείνοι που συμφωνούν στην ανάγκη μας νέας αρχιτεκτονικής του πολιτεύματος που προτείνουμε σήμερα. Στην ανάγκη για ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας, του Κοινοβουλίου και των κυβερνήσεων με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας αλλά και τον ταυτόχρονο εσωτερικό εξισορροπητικό μηχανισμό του αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής».
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε, ότι «καταθέτουμε μια πρόταση αναθεώρησης, που έχει ως κύριο σκοπό της την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, την κατάργηση των προνομιακών θεσμών υπέρ της πολιτικής ελίτ, που αποφεύγει τον συνταγματικό μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό».
Αναφερόμενος περαιτέρω στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός σημείωσε, ότι η απευθείας εκλογή από το λαό, είτε η εκλογή με απόλυτη πλειοψηφία δημιουργούν κίνδυνους. «Στην πρώτη περίπτωση, ο κίνδυνος ενός δυισμού στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Ενώ στη δεύτερη, ο κίνδυνος να δημιουργηθεί αντικίνητρο συναίνεσης για την απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151, στην οποία θα δοθεί η δυνατότητα να εκλέγει μόνη της Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς την μεσολάβηση εκλογών» εξήγησε, προσθέτοντας «νομίζω ότι πρόταση που καταθέτουμε, αντιμετωπίζει στο μέτρο του δυνατού και τους δύο αυτούς κινδύνους».
Συνταγματική κατοχύρωση των δημοψηφισμάτων
Ο Αλέξης Τσίπρας συνεχίζοντας εκτίμησε, ότι μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση και ως προς την ανάγκη να ενισχυθεί η άμεση συμμετοχή του λαού στην λήψη των αποφάσεων. «Όχι επειδή ο λαός έχει πάντοτε δίκιο, αλλά επειδή ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας», σημείωσε. «Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν αρκετοί που δεν εμπιστεύονται και τόσο τη λαϊκή κρίση και θεωρούν αδαή τη λαϊκή πλειοψηφία και έχουν την άποψη ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα. Ότι κάνει μόνο λάθη. Αυτές είναι απόψεις ενός άλλου συστήματος, της αριστοκρατίας» προσέθεσε.
Τόνισε δε, ότι «προτιμώ, για να παραφράσω μια γνωστή φράση, "προτιμώ εκατό λάθη του λαού από μια σωστή απόφαση της κυβέρνησης" (Ρόζα Λούξεμπουργκ). Πρέπει να σκεφθούμε σε πιο σύστημα οδηγούμαστε, εάν δεχθούμε ότι ο λαός κάνει λάθη και πρέπει να δώσουμε την εξουσία σε εκείνους, που δεν κάνουν λάθη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να εμπιστευόμαστε το λαό, όπως πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη δημοκρατία».
Συνεχίζοντας, ο πρωθυπουργός κάλεσε το Σώμα να στηρίξει τις προτάσεις για τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία, το υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση διεθνούς συμφωνίας που παραχωρεί κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους σε διεθνή οργανισμό, αλλά και την πρόταση για την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
Προστασία της εργασίας και θωράκιση του κοινωνικού κράτους
Ο πρωθυπουργός τόνισε ακόμη, ότι «δεν υπάρχει ανάπτυξη για την κοινωνική πλειοψηφία χωρίς την προστασία της εργασίας και την θωράκιση του κοινωνικού κράτους» και συμπλήρωσε, ότι «και είναι ακριβώς γιαυτό το λόγο που λαμβάνοντας υπόψη την τραγική εμπειρία της κρίσης και της διαχείρισης της, οφείλουμε να κινηθούμε στην κατεύθυνση της στήριξης, της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης των κοινωνικών δικαιωμάτων». Ο κ. Τσίπρας ανέφερε, ότι «σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και ακολουθώντας αυτή λογική καταθέτουμε σήμερα τις προτάσεις για:
- να προστατεύσουμε το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
- να κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων
- να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό
- να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους».
Τροποποιήσεις στο νόμο περί ευθύνης υπουργών και την βουλευτική ασυλία
Αναφερόμενος στις διατάξεις περί ευθύνης των υπουργών, σημείωσε ότι έρθει πλέον η ώρα για την τροποποίηση τους «ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και με τον τρόπο αυτό να εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών». Προσέθεσε, πως επίσης είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία, «ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών», καθώς και «να προβλεφθεί όριο θητειών για τους βουλευτές, ώστε να μην δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα».
Οι σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας
Για τις σχέσεις του Κράτους-Εκκλησίας ο πρωθυπουργός τόνισε, ότι «έχει έρθει ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, γιατί το κράτος δε θρησκεύει, αλλά αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες του, μιας αναφαίρετης και μη αναθεωρήσιμης ελευθερίας που παρέχει το Σύνταγμά μας σε κάθε πολίτη». «Η πολιτεία, η εκκλησία, το κοινοβούλιο, οι πολίτες, αλλά και οι πιστοί, έχουν πλέον κατανοήσει, ότι πρέπει να γίνουν βήματα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών και ότι πρέπει ταυτόχρονα να επιλυθούν ιστορικές εκκρεμότητες. Να αφήσουμε στην άκρη παλιές διενέξεις και συγκρούσεις, να αφήσουμε στο παρελθόν τις μονομερείς ενέργειες και να προχωρήσουμε με αμοιβαία κατανόηση. Και έχω την εκτίμηση ότι και σε αυτό το σημείο διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις εντός και εκτός κοινοβουλίου ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή», συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την εκτίμηση, ότι «ούτε η Εκκλησία, ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου, που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους» και συμπλήρωσε ότι «έχει έρθει λοιπόν ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους. Και αυτή η ρητή κατοχύρωση φρονώ ότι δε θα βρει αντίθετη την Εκκλησία που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος».
Τόνισε ότι «αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος. Ένα σημαντικό βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων εκκλησίας και κράτους, που βεβαίως δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα. Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα, το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη». «Αντίθετα» συμπλήρωσε «προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προυποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία. Και αποδείχτηκε με την πρόσφατη πρόταση συμφωνίας που καταθέσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ότι όταν αυτές οι προϋποθέσεις καλύπτονται μπορούν να βρεθούν λύσεις ακόμη και στα πιο δισεπίλυτα προβλήματα. Λύσεις ταυτόχρονα συμβιβαστικές αλλά και προωθητικές».
Να μην χάσουμε άλλα 10 χρόνια
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο πρωθυπουργός τόνισε, ότι «είναι η ώρα το Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες και να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να δώσει απαντήσεις. Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις, εκεί όπου είναι εφικτό να αναζητηθούν». Πρόσθεσε πως γνωρίζει «ότι δεν θα είναι εύκολο να πράξουν έτσι, για αρκετούς και αρκετές σε αυτή την αίθουσα, γιατί παρά τις απόψεις τους, πολλοί είτε θα χειραγωγηθούν από ηγεσίες, που η μοναδική τους σκοπιμότητα είναι το όψιμο πολιτικό όφελος, είτε και θα καθοδηγηθούν από πολιτικές εμπάθειες».
Σημείωσε ότι «έτσι όμως κινδυνεύουμε να χάσουμε άλλα 10 χρόνια. Και είναι αυτοκαταστροφικό για το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Καλώ λοιπόν τις ηγεσίες των κομμάτων να το ξανασκεφτούν και να μη θέσουν στη διαδικασία αυτή ζήτημα κομματικής πειθαρχίας και να αφήσουν τους βουλευτές να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις και τις προτάσεις τους». «Είμαι βέβαιος, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών θα λειτουργήσει με αίσθημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης, με στόχο τη συναίνεση, εκεί όπου μπορούμε. Θα διαφωνήσει εποικοδομητικά και θα συμφωνήσει μεγαλόψυχα» είπε.
Καταλήγοντας υποστήριξε, ότι «αυτό σκοπεύει να κάνει σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτό σκοπεύουν να κάνουν οι ΑΝΕΛ. Αυτό ελπίζω να αποφασίσουν και οι ηγεσίες των άλλων κομμάτων. Για εμάς δεν υπάρχουν προτάσεις τελεσίγραφα, αλλά προτάσεις για συζήτηση και συναίνεση. Αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα, το πολιτικό μας καθήκον, οι αρχές της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, που υπηρετούμε, που θέλουμε να ενισχύσουμε και να θωρακίσουμε».