Επαφές του πρωθυπουργού με τα κορυφαία τραπεζικά ιδρύματα των ΗΠΑ
Τώρα είναι η ώρα για επενδύσεις που θα στηρίξουν τη δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είναι το μήνυμα του Έλληνα πρωθυπουργού κατά τις επαφές του στη Νέα Υόρκη με τα κορυφαία τραπεζικά ιδρύματα των ΗΠΑ, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές.
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε για περισσότερη από μία ώρα συνάντηση με επενδυτές, τις οποίες συντόνισαν οι Bank of America/Merrill Lynch. Στη συνάντηση τον πρωθυπουργό συνόδευαν ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο κ. Τσίπρας συζήτησε με στελέχη επενδυτικών funds, που δείχνουν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα, για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα συζητήθηκαν και γεωπολιτικά θέματα.
Έκανε δε εκτενή αναφορά στην ανάκαμψη των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, «που πλέον διαμορφώνουν μια αισθητή βελτιωμένη εικόνα για τη χώρα και τις προοπτικές της». Υπογράμμισε επίσης, ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει μετά από δύσκολα χρόνια, προσθέτοντας ότι η παρούσα κυβέρνηση ανέλαβε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, με ρεκόρ ανεργίας, αποεπένδυση, ύφεση και έπειτα από μια πενταετία κατά την οποία χάθηκε το ένα τέταρτο του εθνικού πλούτου.
«Προτεραιότητά μας η δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος για την προσέλκυση σημαντικών παραγωγικών επενδύσεων που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας», τόνισε ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπογραμμίζοντας πως «σημαντικό στοιχείο σε αυτό το πλαίσιο είναι οι συνθήκες πολιτικής σταθερότητας που επικρατούν πλέον στη χώρα». Ο κ. Τσίπρας είπε ότι «οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, θα συνεχιστούν απρόσκοπτα», με έμφαση σε αυτές που σχετίζονται με την ανάπτυξη και την παραγωγή νέου πλούτου.
Οι πηγές της κυβέρνησης αναφέρουν, ότι στη συζήτηση αναδείχθηκε επίσης και από τις δύο πλευρές, το «ισχυρό χαρτί» της χώρας που είναι ο κομβικός γεωστρατηγικός ρόλος της ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας σε μια περιοχή με μεγάλες προκλήσεις. Συμπληρώνουν δε ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπήρξε για τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, ανοίγει το δρόμο για την ενίσχυση των επενδύσεων και της οικονομικής συνεργασίας στα Βαλκάνια. Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο σύνολο των πρωτοβουλιών που έχει πάρει η Ελλάδα και έχει καθοριστική παρουσία (τριμερείς, τετραμερείς, Σύνοδος Δυτικών Βαλκανίων κλπ).
«Απαραίτητη συνθήκη είναι η πολιτική σταθερότητα»
«Το μεγάλο στοίχημα είναι η προσέλκυση επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους τομείς που η Ελλάδα έχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα», επανέλαβε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη δεύτερη κατά σειρά συνάντηση που είχε με επενδυτές και η οποία διοργανώθηκε από τη Morgan Stanley, ενώ από τις τοποθετήσεις, τονίστηκε σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές ότι υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βούληση για επενδύσεις στην Ελλάδα.
Σε αυτή τη συνάντηση, η οποία κινήθηκε στο ίδιο κλίμα με την πρωινή συνάντηση με επενδυτικά funds (που συντόνισαν οι Bank of America/Merrill Lynch), ο πρωθυπουργός επανέλαβε την περιγραφή της «αισθητά βελτιωμένης εικόνας όλων των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, τη σταθερή και ασφαλή δημοσιονομική πορεία, τη ρύθμιση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε εκτενώς στη μεγάλη αναπτυξιακή δυναμική που έχει η Ελλάδα, ειδικά μετά την 20η Αυγούστου», όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
Σύμφωνα με ενημέρωση από τις ίδιες πηγές, πολλές τοποθετήσεις εκ μέρους των εκπροσώπων των επενδυτικών οίκων, «στάθηκαν στον πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας που είχε το εγχείρημα που ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση την τελευταία τριετία και για το λόγο αυτό η έξοδος από τα προγράμματα συνιστά ιστορικής σημασίας γεγονός αλλά και μία σπουδαία ευκαιρία για επενδύσεις».
«Σε μια χώρα μάλιστα που βρίσκεται στον πυρήνα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, διαθέτει ένα εργατικό δυναμικό με εξαιρετικές ικανότητες και υψηλού επιπέδου κατάρτιση και παράλληλα έχει πλούσιους φυσικούς πόρους, υποδομές και μία στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση», προσθέτουν.
Ο κ. Τσίπρας επανέλαβε ότι το μεγάλο στοίχημα είναι η προσέλκυση επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους τομείς που η Ελλάδα έχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα και τόνισε ότι στο σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, είναι ξεκάθαροι οι στόχοι και οι τομείς γύρω από τους οποίους θα κινηθεί η αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Αυτό «σε αντίθεση με δεκαετίες προχειρότητας και λειτουργίας ενός άναρχου μοντέλου που κόστισε πολύ ακριβά στη χώρα και τους πολίτες».
Οι ίδιες πηγές ενημερώνουν ότι από τις τοποθετήσεις τονίστηκε ότι υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βούληση για επενδύσεις στην Ελλάδα και ότι είναι ελπιδοφόρο ότι η ελληνική κυβέρνηση δείχνει σταθερά προσηλωμένη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και ειδικότερα σε αυτές που θα μειώσουν τη γραφειοκρατία και την πολυνομία, που στο παρελθόν λειτούργησαν ανασχετικά για μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Επίσης αναφέρουν ότι από την πλευρά των επενδυτικών οίκων υπογραμμίστηκε επιπλέον ότι ο κρισιμότερος παράγοντας για την προσέλκυση των επενδύσεων είναι το στοιχείο της σταθερότητας και κυρίως η πολιτική σταθερότητα και το σταθερό φορολογικό πλαίσιο ώστε να υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για την απόδοση μιας επένδυσης.
Η συζήτηση επίσης περιστράφηκε και στις γενικότερες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας και των κινδύνων που εγκυμονεί η άνοδος των δυνάμεων της άκρας δεξιάς και των άλλων υπερσυντηρητικών μορφωμάτων.
Απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή οικονομική δραστηριότητα - πόσο μάλλον για την ευημερία - των χωρών είναι η πολιτική σταθερότητα, είπε ο πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι αυτή η συνθήκη πλέον υπάρχει στην Ελλάδα και αποτυπώνεται και στους οικονομικούς δείκτες. Σημείωσε ότι «είναι όντως εξαιρετικά ανησυχητικό το φαινόμενο και απαιτεί διαρκή εγρήγορση και δράση απέναντι στις αιτίες που τροφοδοτούν αυτές τις δυνάμεις που απειλούν τόσο τις κοινωνίες όσο και την οικονομία της Ευρώπης». Ωστόσο τόνισε ότι «η δημοκρατική παράδοση της Ευρώπης μπορεί να περιορίσει το φαινόμενο, αρκεί βέβαια τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα να πάψουν να μετατοπίζονται διαρκώς προς τις θέσεις και τη ρητορική αυτών των ακραίων δυνάμεων».