Επανέλαβε επίσης την πρότασή του για πλήρη μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο
Μόνον η ρεαλιστική προοπτική μιας ισχυρής Ενωμένης Ευρώπης μπορεί να εξουδετερώσει τα μορφώματα του λαϊκισμού και του νεοναζισμού τα οποία, αναφύονται και επιβουλεύονται, απροκάλυπτα, την συνοχή και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την ομιλία του με θέμα «Το μέλλον της Ευρώπης», στη 14η Συνάντηση των Αρχηγών Κρατών του «Arraiolos Group» που ολοκληρώνεται σήμερα στη Ρίγα της Λετονίας.
Ο κ. Παυλόπουλος τόνισε, ότι η σημερινή δυσοίωνη συγκυρία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης - επιβεβαιώνει καθημερινά- ότι μια ισχυρή ενοποιημένη Ευρώπη, ικανή να φέρει σε πέρας τον πλανητικό της ρόλο, προϋποθέτει την απαραίτητη θεσμική και πολιτική συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, την οποία μόνον η οριστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση μπορεί να διασφαλίσει.
Διευκρίνισε, επίσης, ότι o πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του οράματος που οδηγεί τα βήματα της ολοκλήρωσής της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη που θα υπερασπισθεί υπαρξιακές για την Ανθρωπότητα αρχές και αξίες. «Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης».
Παράλληλα, επισήμανε, ότι η μορφή, την οποία θα πάρει το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα μετά το πέρας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, δεδομένη και έκανε λόγο για μια ομοσπονδιακή σύνδεση των κρατών-μελών, που εδράζεται στην, υπαρξιακή για το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, αρχή της Αλληλεγγύης, με μια διακυβέρνηση, η οποία στηρίζεται στον σεβασμό της Δημοκρατικής Αρχής, μέσω των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. «Και το θεσμικό πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδίως την εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών, την εμπέδωση του Κράτους Δικαίου και της συνακόλουθης αρχής της νομιμότητας, οπωσδήποτε δε τον σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» διευκρίνισε.
Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε, ότι το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης απαιτεί, επιπλέον, για την ευόδωσή του, την άμεση οργάνωση και λειτουργία των μηχανισμών εκείνων, μέσω των οποίων μπορεί να λαμβάνονται, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, οι καίριες εκείνες αποφάσεις, που δίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την δυνατότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή της, τόσο έναντι των κρατών-μελών όσο και στο πεδίο του διεθνούς γίγνεσθαι.
Οι αποφάσεις αυτές σχετίζονται, κατά κύριο λόγο, με την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας καθώς και με την Οικονομική και Νομισματική Πολιτική. Μάλιστα, παρατήρησε, ότι οι θεσμοί, μέσω των οποίων λειτουργεί ο άξονας της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζουν σημαντικά κενά και, άρα, εξίσου σημαντικές ατέλειες, σημαντικές ατέλειες, οι οποίες μπορεί να υπονομεύσουν κυρίως την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρωζώνης και την αντίστοιχη προοπτική του κοινού νομίσματος, του Ευρώ, ενώ επανέλαβε την πρότασή του για την πλήρη μετατροπή, το ταχύτερο δυνατό, του ESM σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Ειδική μνεία έκανε και στην αρχή της Αλληλεγγύης, σημειώνοντας ότι -όπως πλέον θεμελιώνεται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο- δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους εταίρους, αλλά περιλαμβάνει δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων Αλληλεγγύης προς τα κράτη-μέλη και τους πολίτες. Ανέφερε, επίσης, ότι στο πλαίσιο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων γίνεται δεκτό ότι οι υποχρεώσεις Αλληλεγγύης προκύπτουν από μια αίσθηση πως όλοι «βρίσκονται στο ίδιο σκάφος», μια αίσθηση δηλαδή ενότητας και κοινότητας συμφερόντων και σκοπών, που δεν μπορεί κάθε μέλος της ομάδας να επιτύχει ατομικώς παρά μόνον από κοινού.
Τέλος, τόνισε, ότι χωρίς την απαραίτητη συνοχή και με την προοπτική της ενοποίησής της αμφίβολη, είναι προφανές, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εμπνεύσει εκείνο το κύρος, το οποίο ως και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν της έκανε «ελκυστική», έτσι ώστε τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «διαγκωνίζονται», κυριολεκτικώς, προκειμένου να καταστούν μέλη της και κατέληξε με την επισήμανση ότι «το Brexit πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους εκείνους που πιστεύουμε στο Ευρωπαϊκό Όραμα».