Το υπουργείο Εργασίας σχετικά με την εγκύκλιο για την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων
«Τη στιγμή που το μέτωπο των δυνάμεων οι οποίες προσπάθησαν να μπλοκάρουν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει παραδεχτεί δημόσια την ήττα του, προκαλεί εντύπωση η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία ενισχύεται η θέση των εργοδοτών και η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων "δέχεται θανάσιμο πλήγμα"» επισημαίνει το υπουργείο Εργασίας σε σχετική ανακοίνωση σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, «η ΓΣΕΕ ξεχνάει ότι ο ΣΕΒ επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι διαφωνεί κάθετα με το τρίπτυχο: Επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων - αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης - μονομερής προσφυγή των εργαζομένων στη διαιτησία. Διαφωνεί, δηλαδή, με αυτά ακριβώς που επαναφέρει σε ισχύ και προστατεύει η σημερινή κυβέρνηση. Με βασικά εργασιακά δικαιώματα, στα οποία αντιτίθεται και ο κ. Μητσοτάκης, δεσμευόμενος ότι μία πιθανή δική του κυβέρνηση δεν θα εφαρμόσει. Οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων τέθηκαν υπό αναστολή με τον ν. 4024/2011. Στον συγκεκριμένο νόμο, μάλιστα, η αναστολή ήταν επ' αόριστον, καθώς συνδέθηκε με τη μόνιμη ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας για εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής».
«Σε αντίθεση με τα παραπάνω»- σημειώνει το υπουργείο Εργασίας -«η σημερινή κυβέρνηση κέρδισε, μέσω της διαπραγμάτευσης και ψήφισε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο τέλος του τρέχοντος Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, δηλαδή στο τέλος του Αυγούστου του 2018 (ν. 4475/2017)».
Παράλληλα, διευκρινίζει ότι καμία καινούργια υποχρέωση, εμπόδιο ή «φίλτρο», δεν προστίθεται στην εφαρμογή των δύο αυτών αρχών. «Η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας για την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων αποτελεί μία σαφή απάντηση σε όσους αμφισβητούν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η συγκεκριμένη εγκύκλιος ρυθμίζει τεχνικά ζητήματα με βάση τα ισχύοντα ήδη από τον ν. 1876/1990, δηλαδή τον νόμο που τέθηκε σε αναστολή το 2011» υπογραμμίζει το υπουργείο Εργασίας.
«Μάλιστα, προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το τεχνικό ζήτημα που επικαλείται η ΓΣΕΕ και κατηγορεί το υπουργείο για εξυπηρέτηση των εργοδοτών. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2011, την κάλυψη ή όχι του 51% των εργαζομένων ενός κλάδου πιστοποιούσε η ατομική δήλωση κάθε εργοδότη, ο οποίος, προφανώς, αν δεν ήθελε την επέκταση και την εφαρμογή της σύμβασης, δήλωνε ότι δεν είναι μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης που την υπέγραψε. Η εγκύκλιος ορίζει πλέον ότι η ίδια η εργοδοτική οργάνωση που υπέγραψε και έχει αντικειμενικό συμφέρον να επεκταθεί η σύμβαση θα δηλώνει ποια και πόσα είναι τα μέλη της, ώστε να διαπιστωθεί η κάλυψη του 51% των εργαζομένων» επισημαίνει το υπουργείο.
«Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στη διαπραγμάτευση οι θεσμοί διαφώνησαν με αυτήν τη λύση και αντιπρότειναν την πρακτική της ατομικής δήλωσης κάθε εργοδότη, όπως ίσχυε. Με ποιον ακριβώς ταυτίζεται σήμερα η ΓΣΕΕ;» διερωτάται το υπουργείο Εργασίας, υποστηρίζοντας ότι η έξοδος από το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα για παρεμβάσεις υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων. «Η επαναφορά, όμως, των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί ήδη ένα σημαντικό βήμα, μία κρίσιμη τομή με τα χρόνια της κρίσης, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να διεκδικήσουν και να πετύχουν καλύτερους όρους εργασίας και αμοιβής, μία ουσιαστική αναδιανομή υπέρ των συμφερόντων της κοινωνικής πλειονότητας. Η αμφισβήτηση αυτής της κατάκτησης σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας» καταλήγει το υπουργείο Εργασίας στην ανακοίνωσή του.