Το περιβαλλοντικό παρόν της ασιατικής οικονομικής υπερδύναμης μάλλον διαγράφεται θολό…
Η Κίνα πληρώνει το τίμημα της θηριώδους οικονομικής της μεγέθυνσης και της μη επαρκούς μέριμνας για ζητήματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Η εκτεταμένη μόλυνση της ατμόσφαιρας, όχι μόνο δυναμιτίζει τη δημόσια υγεία, όχι μόνο επηρεάζει τον τουρισμό, αλλά τελευταία είναι και παράγοντας έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να δαπανήσει περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια ούτως ώστε να περιορίσει την αιθαλομίχλη που πνίγει τις μεγάλες πόλεις της, τα προσεχή 5 χρόνια. Στόχος θα είναι η μείωση της συγκέντρωσης επιβλαβών σωματιδίων όπως το PM2.5 κατά 25%. Τα συγκεκριμένα σωματίδια, προέρχονται από την καύση του άνθρακα και διεισδύουν βαθιά στους πνεύμονες, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα υγείας. Σε όλη την έκταση της χώρας, είναι συχνό το φαινόμενο να παρατηρούνται συγκεντρώσεις επιβλαβών σωματιδίων που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ανώτατα επιτρεπτά όρια που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Το πρόβλημα όμως θα παραμένει και στο μέλλον: ακόμα κι αν ευοδωθούν οι προσπάθειες της Κίνας, οι νέες τιμές θα παραμένουν απαράδεκτα υψηλές και επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης πάντως, είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση σκοπεύει να αξιολογεί στο εξής τους τοπικούς της αξιωματούχους με βάση και την ποιότητα του αέρα στις περιοχές ευθύνης τους. Πέραν όμως των πυροσβεστικών μέσων που απαιτούνται λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης της χώρας, το πρόβλημα έχει και δομικές, χρόνιες ρίζες. Επί δεκαετίες τώρα, η Κίνα τροφοδοτεί με δωρεάν άνθρακα τις βόρειες περιοχές της χώρας, ως ένα φθηνό τρόπο θέρμανσης για τους χειμερινούς μήνες, γεγονός που σύμφωνα με μετρήσεις έχει μειώσει το προσδόκιμο ζωής κατά πέντε περίπου έτη. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, είναι σοβαρά εξαρτημένη από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως ο άνθρακας και το πετρέλαιο, τα οποία και καταναλώνει με αμείωτους ρυθμούς.