Τα αεροπλάνα που πετάνε ανάμεσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, θα χρειάζονται περισσότερο χρόνο, όσο επιδεινώνεται η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Επιταχύνοντας το «τζετ στριμ» - ένα ρεύμα αέρα που πνέει από τη δύση προς την ανατολή πάνω από τον Ατλαντικό- η κλιματική αλλαγή θα συντομεύσει τις πτήσεις που κινούνται από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη, αλλά αντίστροφα θα επιμηκύνει χρονικά τις πτήσεις από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ατμοσφαιρικό επιστήμονα δρα Πολ Γουίλιαμς του Πανεπιστημίου του Ρέντινγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικών ερευνών "Environmental Research Letters", επεσήμαναν ότι οι εκτιμήσεις τους πρέπει να ληφθούν υπόψη από αεροπορικές εταιρείες, αεροδρόμια και επιβάτες.
Η μελέτη υπολόγισε ότι ένα αεροπλάνο που πραγματοποιεί συνεχή υπερατλαντικά δρομολόγια, θα περνάει 2.000 παραπάνω ώρες στον αέρα κάθε χρόνο, γεγονός που συνεπάγεται εκατομμύρια πρόσθετα δολάρια για αεροπορικά καύσιμα, αυξημένη πιθανότητα καθυστερήσεων κ.α.
«Η αεροπορική βιομηχανία αντιμετωπίζει αυξημένες πιέσεις να μειώσει τις επιπτώσεις της για το περιβάλλον, όμως η νέα έρευνα δείχνει το αντίθετο, ότι η ίδια είναι ευάλωτη στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε ο Γουίλιαμς.
Όπως είπε, «τα κακά νέα για τους επιβάτες είναι ότι οι πτήσεις προς δυσμάς (ΗΠΑ) θα παλεύουν ενάντια σε ισχυρότερους ανέμους. Τα καλά νέα είναι ότι οι πτήσεις προς ανατολάς (Ευρώπη) θα 'σπρώχνονται' από ισχυρότερους ανέμους, όχι όμως σε βαθμό που να αντισταθμίζεται η μεγαλύτερη διάρκεια της πτήσης προς δυσμάς. Έτσι, το τελικό ισοζύγιο θα είναι ταξίδια μετ' επιστροφής σημαντικά μεγαλύτερα σε διάρκεια. Αυτό, επειδή θα αυξήσει το κόστος των αεροπορικών καυσίμων, μπορεί να αυξήσει και τα αεροπορικά εισιτήρια».
Η μελέτη κατέληξε σε αυτά τα συμπεράσματα, υποθέτοντας ότι τις επόμενες δεκαετίες θα αυξηθεί σημαντικά το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα. Οι αεροδιάδρομοι ΗΠΑ-Ευρώπης είναι από τους πιο πολυσύχναστους στον κόσμο, με περίπου 600 πτήσεις τη μέρα (σε σύνολο 100.000 πτήσεων παγκοσμίως καθημερινά).
Οι μέσοι άνεμοι μεταξύ του αεροδρομίου Χίθροου του Λονδίνου και του αεροδρομίου Κένεντι της Νέας Υόρκης προβλέπεται ότι θα γίνουν κατά 15% ταχύτεροι τον χειμώνα, αυξανόμενοι κατά μέσο όρο από τα 77 στα 89 χιλιόμετρα ανά ώρα, ενώ ανάλογες αυξήσεις θα γίνουν και τις άλλες εποχές του έτους. Έτσι, οι πτήσεις προς Λονδίνο μπορεί να πέφτουν συχνά κάτω από τις πέντε ώρες και 20 λεπτά, ενώ οι πτήσεις προς Ν.Υόρκη θα χρειάζονται πάνω από επτά ώρες.
Το ρεκόρ -εκτός «Κονκόρντ»- για πτήση Ν.Υόρκης-Λονδίνου σήμερα είναι πέντε ώρες και 16 λεπτά και το έκανε μια πτήση της British Airways στις 8/1/12015, η οποία αξιοποίησε ένα παροδικά πολύ ισχυρό «τζετ στριμ». Στο μέλλον το ρεκόρ αναμένεται να σπάσει πολλές φορές.
Λόγω των μεγαλύτερης διάρκειας πτήσεων, η συνολική κατανάλωση καυσίμων από τα αεροπλάνα θα αυξηθεί κατά 22 εκατ. δολάρια ετησίως, ενώ η ατμόσφαιρα θα επιβαρυνθεί με 70 εκατομμύρια κιλά διοξειδίου του άνθρακα το χρόνο.
Δεδομένου ότι «τζετ στριμ» υπάρχει και στο νότιο ημισφαίριο, η μελέτη δεν αποκλείει ότι ανάλογες επιπτώσεις θα υπάρξουν και σε άλλα μέρη του κόσμου. Μία προηγούμενη μελέτη των ίδιων ερευνητών είχε συμπεράνει ότι η κλιματική αλλαγή θα έχει ως συνέπεια πιο ισχυρές και πιο συχνές αναταράξεις κατά τις πτήσεις στο μέλλον.