Η βιοποικιλότητα της Μεσογείου απειλείται σοβαρά από τα ξενικά είδη (αλλόχθονα-μη ιθαγενή) που έχουν εισβάλει κυρίως μέσω της διώρυγας του Σουέζ και συνεχίζουν την εξάπλωσή τους, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, που συντονίστηκε από έλληνα επιστήμονα. Η μελέτη αναφέρει ότι σχεδόν 1.000 ξενικά είδη, μεταξύ των οποίων ψάρια, φύκια και καρκινοειδή (μαλακόστρακα), έχουν πλέον εδραιωθεί στα νερά και στο βυθό της Μεσογείου.
Η Μεσόγειος φιλοξενεί συνολικά τουλάχιστον 17.000 γνωστά είδη (και πολλά ακόμη που δεν έχουν αναγνωριστεί), από τα οποία σχεδόν το 20% δεν υπάρχουν σε καμία άλλη θάλασσα της Γης. Οι ερευνητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι αυτή η μοναδική βιοποικιλότητα απειλείται από τα ξενικά είδη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Στέλιο Κατσανεβάκη του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Κοινού Ερευνητικού Κέντρου (JRC) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό θαλασσίων επιστημών "Frontiers in Marine Science", επισημαίνουν ότι οι επιπτώσεις των ξενικών ειδών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, πράγμα που καθορίζει ποιά έχει επηρεαστεί περισσότερο.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία από ένα νέο σύστημα online πληροφόρησης (European Alien Species Information Network-EASIN) που ανέπτυξε το JRC και το οποίο επιτρέπει μια αξιολόγηση της εξάπλωσης των ξενικών ειδών. Μελετώντας στοιχεία για τα 986 ξενικά είδη, που συνολικά έχει καταγράψει η συγκεκριμένη επιστημονική πλατφόρμα μέχρι σήμερα, οι ερευνητές διαπίστωσαν σοβαρές επιπτώσεις στις διατροφικές αλυσίδες και στα οικοσυστήματα, καθώς τα ιθαγενή είδη διαρκώς εκτοπίζονται ή εξαφανίζονται υπό την αυξανόμενη πίεση των ξενικών.
Οι επιστήμονες βρήκαν ότι περίπου 60 ξενικά είδη, κυρίως φυκιών, έχουν εισαχθεί στην Μεσόγειο εξαιτίας των θαλασσοκαλλιεργειών, κυρίως στις ακτές της Βενετίας και της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Πάνω από 400 είδη ψαριών και ασπόνδυλων έχουν εισβάλει από τη διώρυγα του Σουέζ, που έχει ηλικία 145 ετών. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο ρυθμός εισβολής είναι αυξανόμενος, καθώς πάνω από το 80% των ξενικών ειδών έχει κάνει την εμφάνισή του στα νερά της Μεσογείου κατά τα τελευταία 50 χρόνια.
Ενδεικτικά, αναφέρεται η περίπτωση δύο τροπικών ψαριών (Siganus luridus και Siganus rivulatus) από τον Ινδικό ωκεανό, τα οποία έχουν εισβάλει στην ανατολική Μεσόγειο, αποψιλώνοντας τον βυθό από φύκη, τα οποία τρώνε σε μεγάλες ποσότητες. Τα πρώην «λιβάδια» ιθαγενών φυκιών έχουν μετατραπεί σε άγονες πετρώδεις περιοχές.
Σε άλλη περιοχή, τα ιθαγενή ψάρια, κοράλλια και ασπόνδυλα πεθαίνουν μαζικά, καθώς στερούνται το οξυγόνο, το φως και την τροφή τους εξαιτίας ενός ταχέως πολλαπλασιαζόμενου φύκους-εισβολέα (Caulerpa cylindracea), που σχηματίζει στον βυθό «στρώματα» πάχους έως 15 εκατοστών.
«Χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες του EASIN, μπορέσαμε να χαρτογραφήσουμε, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από ποτέ άλλοτε, πόσο έχει εξαπλωθεί κάθε ξενικό είδος. Βρήκαμε ότι ενώ παλαιότερα η σύνθεση των θαλάσσιων κοινοτήτων τους εξαρτιόταν αποκλειστικά από το κλίμα, το περιβάλλον και τους ωκεανογραφικούς φραγμούς, σήμερα πια σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, η ναυτιλία, η θαλασσοκαλλιέργεια και το άνοιγμα πλεύσιμων καναλιών έχουν γίνει οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση των ξενικών ειδών», δήλωσε ο Κατσανεβάκης, ο οποίος επεσήμανε την ανάγκη να μπει φραγμός σε αυτή την εισβολή.
Η κλιματική αλλαγή, που έχει θερμάνει περισσότερο τα νερά ιδίως της νοτιοανατολικής Μεσογείου (μεταξύ Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Ισραήλ, Κύπρου και Αιγύπτου) κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ευνοήσει την εισβολή ειδών από την Ερυθρά θάλασσα, την Αραβική και τον Ινδικό ωκεανό. Σε αυτή την περιοχή, κοντά στην έξοδο του Σουέζ, υπολογίζεται ότι έως το 40% της θαλάσσιας πανίδας αποτελείται πλέον από ξενικά είδη.
«Αυτές οι εισβολές θα συνεχιστούν και τα μελλοντικά οικοσυστήματα της Μεσογείου πιθανότατα θα είναι πολύ διαφορετικά από τα σημερινά», προειδοποιεί ο Κατσανεβάκης, με όποιες συνέπειες μπορεί να υπάρξουν από άποψη τροφής για τους ανθρώπους, τον τουρισμό, την προστασία των ακτών κλπ.
Στην έρευνα, από ελληνικής πλευράς, συμμετείχε και η βιολόγος-ωκεανογράφος Αργυρώ Ζενέτου, διευθύντρια ερευνών του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).