Το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού είναι πιθανό να έχει προβλήματα υγείας ή να πεθαίνει πρόωρα εξαιτίας της ρύπανσης του αέρα στους εσωτερικούς χώρους, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό The Lancet. Η μελέτη διενεργήθηκε από μια επιτροπή Αμερικανών και Βρετανών ερευνητών και επικεντρώθηκε σε αυτό το είδος της ρύπανσης, που μετριέται μέσα στο σπίτι και προκύπτει κυρίως από δραστηριότητες όπως το μαγείρεμα, η θέρμανση και ο εσωτερικός φωτισμός.
Αυτό το είδος της εσωτερικής ρύπανσης ήταν η αιτία για 4,3 εκατομμύρια θανάτους το 2012, έναντι 3,7 εκατομμυρίων θανάτων που προκλήθηκαν το ίδιο διάστημα από την ατμοσφαιρική ρύπανση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Η εσωτερική ρύπανση απειλεί τη υγεία περίπου 2,8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, αριθμός που παρέμεινε σταθερός τα τελευταία χρόνια, παρά την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, όπως λένε είναι οι ερευνητές.
Μεταξύ εκείνων που είναι σε κίνδυνο αναφέρονται 600 με 800 εκατομμύρια οικογένειες κυρίως στην Ασία και την Αφρική, που χρησιμοποιούν στερεά καύσιμα όπως το ξύλο ή ο άνθρακας για το μαγείρεμα ή τη θέρμανση τους. Τα καύσιμα αυτά χρησιμοποιούνται συχνά σε ανοιχτές φωτιές και σε ανεπαρκώς αεριζόμενους χώρους, γεγονός που εξηγεί τη σοβαρότητα της ρύπανσης του αέρα των εσωτερικών χώρων.
“Οι γυναίκες και τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις τοξικές αντιδράσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και εκτίθενται σε αυτές περισσότερο”, λένε οι ερευνητές.
Μεταξύ των πιο συχνών ασθενειών που σχετίζονται άμεσα με τη ρύπανση του αέρα των εσωτερικών χώρων, οι μελετητές αναφέρουν τις λοιμώξεις του αναπνευστικού, τις χρόνιες βρογχίτιδες, την COPD (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια), το άσθμα, τον καρκίνο του πνεύμονα και τους καρκίνους της μύτης ή του φάρυγγα.
Σημειώνουν επίσης ότι οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι ζουν κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπου η θεραπεία των αναπνευστικών παθήσεων είναι πολυδάπανη και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εφικτή λόγω υγειονομικών συνθηκών. Για τον καθηγητή Ουίλιαμ Μάρτιν του πανεπιστημίου του Οχάιο στις Ηνωμένες Πολιτείες “το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί αν η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίσει την κλίμακα του προβλήματος και δεν συμμετάσχει σε μια συντονισμένη και εναρμονισμένη δράση”.