Η ιδέα της δημιουργίας ενός εργαλείου που θα εξετάζει τη βάση της συνείδησης ήρθε στον Gordon G. Gallup Jr. ενώ ξυριζόταν. «Συνέβη έτσι απλά. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε αν άλλα πλάσματα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη» είχε πει ο ίδιος.
Το να δείχνει την αντανάκλαση της εικόνας τους σε μερικούς χιμπατζήδες έμοιαζε πολύ ενδιαφέρον ως πείραμα, όταν το πρωτοδοκίμασε, το καλοκαίρι του 1969.
Αυτό που δε φαντάστηκε όμως τότε, ήταν ότι αυτό θα γινόταν ένα από τα πιο σημαίνοντα και αμφιλεγόμενα πειράματα της συγκριτικής ψυχολογίας, σπρώχνοντας τη σκέψη στη σφαίρα της πειραματικής επιστήμης και προαναγγέλλοντας ερωτήσεις γύρω από το από πού ξεκινά η ταλαιπωρία ενός ζώου.
«Το σημαντικό δεν είναι η ικανότητα να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε ένα καθρέφτη, αλλά το τι λέει αυτό για την ικανότητά σου να συλλαμβάνεις τον εαυτό σου» πρόσθεσε.
Ο Gallup ήταν καινούριος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Tulane της Λουιζιάνα –αργότερα έγινε γνωστό ως Tulane National Primate Research Center- όπου είχε πρόσβαση σε χιμπατζήδες και γορίλες.
Οι χιμπατζήδες είχαν αιχμαλωτιστεί σε μικρή ηλικία και είχαν μεταφερθεί από την Αφρική στην Αμερική, όπου χρησιμοποιούνταν σε βιοϊατρικές έρευνες.
Το πείραμα του Gallup ήταν λιγότερο επεμβατικό. Απομόνωνε δύο χιμπατζήδες σε κλουβιά και τοποθετούσε έναν καθρέφτη σε κάθε κλουβί επί οκτώ ώρες τη φορά για διάστημα 10 ημερών. Μέσα από μια τρύπα στον τοίχο παρατηρούσε τις αλλαγές στη συμπεριφορά των χιμπατζήδων.
Στην αρχή συμπεριφέρονταν στην αντανάκλαση του εαυτού τους σαν να ήταν ένας άλλος χιμπατζής, προβαίνοντας σε ένα συνδυασμό κοινωνικών, σεξουαλικών και επιθετικών χειρονομιών.
Με τον καιρό, όμως, άρχισαν να χρησιμοποιούν τους καθρέφτες για να εξερευνούν τα σώματά τους.
«Κοιτούσαν στον καθρέφτη το εσωτερικό της στοματικής τους κοιλότητας, έκαναν διάφορες γκριμάτσες, επιθεωρούσαν τα γεννητικά τους όργανα και έβγαζαν τις τσίμπλες από τα μάτια τους» συνέχισε ο Gallup, σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας nautil.us.
Προκειμένου να πείσει και άλλους ερευνητές, ότι οι χιμπατζήδες όντως μπορούσαν να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους, προχώρησε στη δεύτερη φάση του πειράματος.
Αφού αναισθητοποίησε τα ζώα, έβαψε το ένα τους φρύδι και το ένα τους αυτί με μπογιά, που δε θα μπορούσαν να μυρίσουν ή να νιώσουν. Αν όντως μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, τότε θα προσπαθούσαν να περιεργαστούν αυτά τα σημάδια. Όπως και έκαναν.
«Επρόκειτο για την πρώτηπειραματική απόδειξηαυτο-αντίληψης σευπανθρώπινημορφή» είχε γράψει ο ίδιος σε μια έκθεση στο επιστημονικό περιοδικό Science το 1970.
Ωστόσο, τα πιο συναρπαστικά αποτελέσματα ήρθαν όταν έκανε το ίδιο πείραμα με μαϊμούδες και ανακάλυψε ότι δεν συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο. Η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς την αντανάκλαση του εαυτού του δε φαινόταν να είναι ζήτημα ικανοτήτων μάθησης, οι οποίες σε ορισμένα είδη δεν είναι τόσο ανεπτυγμένες όσο σε άλλα.
Αντίθετα, ήταν ζήτημα υψηλότερης πνευματικής ικανότητας.
Ο Gallup είχε καταφέρει να έχει στα χέρια του τις πρώτες καλές αποδείξεις, ότι οι κοντινότεροι συγγενείς μας μοιράζονται μαζί μας ένα είδος αυτογνωσίας ή ακόμη και συνείδησης, ενώ άλλα ζώα αποκλείονται.
Στις αρχές του 1990 επέβλεψε ένα παρόμοιο πείραμα, που διεξήγαγε ένας από τους διδακτορικούς φοιτητές του, αυτή τη φορά σε δελφίνια. Όπως και οι χιμπατζήδες, τα δελφίνια έμαθαν να χρησιμοποιούν τον καθρέφτη με διάφορους τρόπους.
Τα αποτελέσματα των ερευνών τους, πέρα από πειστικά, αποτέλεσαν και το έναυσμα για μια άλλου είδους δράση. Οι ερευνητές, μαζί με άλλους, ισχυρίζονται ότι το πείραμα του καθρέφτη αποδεικνύει ένα επίπεδο αυτογνωσίας τέτοιο, που κάνει ανήθικο το να κρατά κανείς σε αιχμαλωσία αυτά τα είδη.
«Αυτά τα ζώα έχουν τουλάχιστον κάποιο επίπεδο αυτογνωσίας, κάτι που σημαίνει ότι γνωρίζουν πού είναι και μπορεί να αντιλαμβάνονται τους περιορισμούς του φυσικού τους περιβάλλοντος» ανέφερε η ερευνήτρια Lori Marino.
Ο Gallup, που τώρα είναι στα 70 του, πιστεύει ότι η επιτυχία των δοκιμών με τον καθρέφτη δείχνουν ένα βαθύ επίπεδο συνείδησης, που περιλαμβάνει την ικανότητα των ζώων να συλλογίζονται γύρω από τις εμπειρίες τους και να κάνουν τις δικές τους σκέψεις καθώς επίσης και να φαντάζονται τι θα μπορούσαν να σκέφτονται και να βιώνουν άλλοι.
Η ικανότητα αυτή ονομάζεται «θεωρία του νου».
Υπάρχουν, όμως και οι ερευνητές, σαν τον Daniel Povinelli, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι δοκιμές με τον καθρέφτη δε λένε τίποτα για τη θεωρία του νου στα ζώα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου.
Βέβαια, οι περισσότεροι συγκριτικοί ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι πίσω από την αναγνώριση στον καθρέφτη, αφού αν μη τι άλλο παρατηρείται στα πνευματικά ανώτερα ζώα.