Όλοι γνωρίζουμε -έστω και ακουστά- το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και τις καταστροφικές συνέπειες που έχει για τον πλανήτη μας.
Όμως γιατί δεν καταφέρνουμε να βρούμε μια λύση γι΄ αυτό;
"Η απάντηση είναι απλή", υποστηρίζει σε άρθρο του στο science.time.com ο Bryan Walsh, "απαιτείται χρόνος".
Θα χρειαστεί να περάσουν ολόκληρες δεκαετίες, προκειμένου να αρχίσουν να φαίνονται ολοκληρωτικά τα αποτελέσματα του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουμε τώρα και, αντίστροφα, χρειάζονται δεκαετίες για να μπορέσουμε να αρχίσουμε να απολαμβάνουμε τις θετικές επιδράσεις από τη μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα τώρα.
Άλλωστε, ακόμη κι αν σταματούσαμε τώρα όλες τις εκπομπές ρύπων, το περιβάλλον γύρω μας έχει "αποθηκεύσει" ήδη αρκετούς από αυτούς όλα αυτά τα χρόνια, με τις συνεπακόλουθες επιδράσεις στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Αυτό που σίγουρα θα αντιλαμβανόμασταν θα ήταν οι οικονομικές επιπτώσεις, είτε της μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ή της περιστολής αυτών, σε πραγματικό χρόνο.
Κι ενώ μπορούμε να συζητάμε για το σχετικό κόστος της μείωσης των εκπομπών ρύπων τώρα (όπως και για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο μέλλον), είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να περιοριστούν ολοκληρωτικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε τέτοιο βαθμό, που μελλοντικά να έχουν κάποια θετική επίδραση σε ό,τι έχει να κάνει με το περιβάλλον, θα συνεπαγόταν δυσάρεστες οικονομικές επιπτώσεις σήμερα.
Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να είναι τόσο εξαρτημένη από τα σχετικά φθηνά ορυκτά καύσιμα, που μια γρήγορη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δαπανηρή βραχυπρόθεσμα.
Μια πολιτική για την κλιματική αλλαγή απαιτεί να γίνουν θυσίες στο παρόν για το μέλλον.
Οι άνθρωποι όμως δεν είναι ιδιαίτερα καλοί στο σχεδιασμό και τον προγραμματισμό, ούτε καν για το δικό τους μέλλον ακόμη κι αν πρόκειται να υπάρξει όφελος.
Σύμφωνα με μια έρευνα, μόλις το 10% των Αμερικανών έχει φροντίσει να αποταμιεύσει αρκετά ή να έχει επενδύσει σε κάποιο πρόγραμμα συνταξιοδότησης, για όταν έρθει εκείνη η στιγμή.
Σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή, οι δυσμενείς επιπτώσεις από τις εκπομπές ρύπων που συμβαίνουν τώρα θα φανούν αρκετά χρόνια μετά, όταν πολλοί από αυτούς που ζουν σήμερα... δε θα υπάρχουν πια.
Και αν το δει κανείς εγωκεντρικά... "γιατί να μεριμνήσεις για κάτι –όπως τη σύνταξή σου για παράδειγμα- όταν δεν είσαι σίγουρος αν θα ζεις για να το απολαύσεις;".
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Nature Climate Change, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η μακροχρόνια συνεργασία που απαιτείται για να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές για το κλίμα, είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Αμερικανοί και Γερμανοί ερευνητές, με επικεφαλής την Jennifer Jacquet από το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης διεξήγαγαν ένα πείραμα συλλογικού ρίσκου, επικεντρωμένο γύρω από την κλιματική αλλαγή.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε εξαμελείς ομάδες, στις οποίες δόθηκαν 55 δολάρια ως κεφάλαιο. Το πείραμα χωρίστηκε σε 10 γύρους και σε κάθε έναν, οι ομάδες είχαν τρεις επιλογές: να επενδύσουν 0 δολάρια, 2,75 δολάρια ή 5,5 δολάρια σε έναν λογαριασμό για το κλίμα.
Το συνολικό ποσό θα χρηματοδοτούσε μια διαφήμιση για την κλιματική αλλαγή σε μια γερμανική εφημερίδα, χάρη στην οποία θα σταματούσε η κλιματική αλλαγή.
Αν στο τέλος των 10 γύρων, η κάθε ομάδα έφτανε ένα στόχο περίπου 165 δολαρίων (γύρω στα 27 δολάρια το άτομο) θεωρούνταν πετυχημένη η προσπάθεια και κάθε συμμετέχοντας έπαιρνε επιπλέον 60 δολάρια.
Αν δεν έπιαναν το στόχο των 165 δολαρίων, τότε υπήρχε 90% πιθανότητα να μην πάρουν το επιπλέον ποσό.
Λειτουργώντας ως ομάδα τα μέλη θα είχαν καλύτερα αποτελέσματα αν επένδυαν συλλογικά τα χρήματα για να φτάσουν το στόχο, όμως λειτουργώντας ο καθένας ως μονάδα θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το τελικό μπόνους, αν οι υπόλοιποι επένδυαν αρκετά για φτάσουν το στόχο. Αυτό σχετίζεται με το φαινόμενο του "free-rider" (τζαμπατζή), που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή.
Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη: η ανταμοιβή των 60 δολαρίων δινόταν σε τρεις διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. Είτε την επόμενη μέρα, είτε επτά εβδομάδες μετά, ή αντί για μετρητά, τα χρήματα αυτά επενδύονταν στη φύτευση δέντρων (βελανιδιές), οι οποίες συγκρατούν το διοξείδιο του άνθρακα. Όμως από τη στιγμή που τα δέντρα αυτά χρειάζονταν χρόνια για να αναπτυχθούν, τα οφέλη που θα προέκυπταν θα τα "καρπώνονταν" οι μελλοντικές γενιές.
Η διαφορά ανάμεσα στο τρίτο πείραμα και τα δύο πρώτα είναι γνωστή ως "intergenerational discounting", κατά την οποία τα οφέλη μιας ενέργειας που πραγματοποιείται στο παρόν φαίνονται στο μέλλον.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όσο πιο καθυστερημένη ήταν η ανταμοιβή, τόσο λιγότερες πιθανότητες υπήρχαν οι ομάδες που συμμετείχαν στο πείραμα να επενδύσουν περισσότερα χρήματα για να φτάσουν το στόχο να σταματήσει η κλιματική αλλαγή.
Ακόμη κι σε εκείνες τις ομάδες που γνώριζαν ότι θα έπαιρναν το μπόνους την επόμενη μέρα, μόνο οι 7 στις 10 επένδυσαν αρκετά χρήματα, ενώ καμία από τις συνολικά 11 ομάδες που γνώριζαν ότι θα "πληρώνονταν σε... δέντρα" δεν έδωσαν αρκετά χρήματα για να φτάσουν το στόχο.
Κι ενώ αυτό μπορεί να είναι απλά ένα πείραμα, τα αποτελέσματά του δεν αποτελούν "καλό οιωνό" για την ικανότητα (ή προθυμία) της ανθρωπότητας να συνεργαστεί, προκειμένου να σταματήσει η κλιματική αλλαγή.