Στο δείπνο εργασίας παρέστησαν εκπρόσωποι της Πολιτείας, διεθνείς θεσμικοί φορείς και στελέχη της Βουλής
Με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Πολιτείας, διεθνών θεσμικών φορέων και υψηλόβαθμων στελεχών της Βουλής και του κλάδου της Υγείας, πραγματοποιήθηκε από τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) το ετήσιο δείπνο εργασίας της Γενικής Συνέλευσης με θέμα: «Το φάρμακο στη μεταμνημονιακή εποχή: με επίκεντρο τον Ασθενή και όραμα την Ανάπτυξη» και κεντρικό ομιλητή τον Πρέσβη Δανίας στην Ελλάδα, κύριο Klavs. A. Holm την Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019.
Την εκδήλωση τίμησε, επίσης, ως ομιλητής ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) κ. Νικόλαος Βέττας.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, αναδείχθηκε ο κομβικός ρόλος και η συμβολή του φαρμακευτικού κλάδου τόσο για την αποτελεσματική λειτουργία του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης των ασθενών σε όλες τις αναγκαίες για εκείνους θεραπείες όσο και για την είσοδο της οικονομίας σε μια βιώσιμη πορεία ανάπτυξης και προόδου. Οι ομιλητές τόνισαν τη λιτότητα στον χώρο της υγείας που επιδεινώνει και τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές του κλάδου στη χώρα μας.
Στην ομιλία του ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου τόσο για την υγειονομική κατάσταση στη χώρα μας όσο και για το δημογραφικό πρόβλημα. Ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε σχετικά: «Η περίοδος της κρίσης άφησε έντονα σημάδια στο χώρο της υγείας. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην Ελλάδα ακολουθεί πτωτική πορεία και βρίσκεται πλέον κάτω όχι μόνο από το Μ.Ο. της ΕΕ, αλλά και από τις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου». Συνεχίζοντας, επισήμανε και μια μεγάλη απειλή για τη χώρα, το δημογραφικό πρόβλημα, λέγοντας: «Η χώρα είναι σε καθοδική πληθυσμιακή πορεία, έχοντας αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, ενώ ταυτόχρονα χάρη στο υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, αν και μη αυξανόμενο, ο πληθυσμός άνω των 65 ετών αυξάνεται συνεχώς και εκτιμάται στο 22,6% για το 2020, όταν στην ΕΕ θα βρίσκεται κατά μέσο όρο στο 20,4%. Αυτό οδηγεί σε έναν δείκτη εξάρτησης του πληθυσμού στο 53%, δηλαδή σε κάθε 2 άτομα ενεργού πληθυσμού αντιστοιχεί ένα άτομο ανενεργού πληθυσμού. Ταυτόχρονα αυξάνονται οι θάνατοι από μεταβολικά νοσήματα όπως ο διαβήτης και νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (38%) και από νεοπλασίες (25%). Είναι απορίας άξιο πως θα αντιμετωπιστούν όλα τα παραπάνω χωρίς την χορήγηση και φαρμακευτικών προϊόντων. Θα ενισχύσουμε λοιπόν τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη»;
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ αναφέρθηκε εκτενώς στο μεγάλο πρόβλημα των υπέρογκων επιβαρύνσεων για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, σημειώνοντας πως: «Η έλλειψη προβλεψιμότητας και σταθερότητας, οι υπέρογκες άμεσες κι έμμεσες επιβαρύνσεις και το ανεξέλεγκτο clawback απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα των εταιριών του κλάδου και την πρόσβαση των ασθενών σε νέες, αλλά και υπάρχουσες καταξιωμένες θεραπείες. Μόνο από υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback και rebate) ο κλάδος θα επιστρέψει για το 2018 ποσό πάνω από €1,4 δις (από €1,2 δις που επέστρεψε το 2017), ποσό 4 φορές πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και παράλληλα, το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κλάδο της Ελληνικής οικονομίας. Ο κλάδος αποτελεί βασικό πυλώνα χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς έχει αποδώσει στο κράτος € 5,3 δις. για τα έτη 2012-2018! Για να επιβιώσει, όμως, και να μεγιστοποιηθεί η συμβολή του στην οικονομία απαιτούνται προβλεψιμότητα και άμεση υλοποίηση των νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων. Καθοριστικής, τέλος, σημασίας είναι να καθιερωθεί συνυπευθυνότητα μεταξύ του Κράτους και της Φαρμακοβιομηχανίας, σε σχέση με την κάλυψη της υπέρβασης στη φαρμακευτική δαπάνη. Εφόσον, διασφαλιστούν αυτές οι προϋποθέσεις και δοθούν και αναπτυξιακά κίνητρα, που θα καταστήσουν την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική, αυτός ο κατ’ εξοχήν αναπτυξιακός και εξωστρεφής κλάδος θα ξεδιπλώσει το τεράστιο δυναμικό του με άμεσες θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση και τις επενδύσεις».
Ο κ. Holm, τόνισε ότι «Όλοι μαζί θα πρέπει να βρούμε μια λύση όσον αφορά τις αυτόματες επιστροφές κι εκπτώσεις (clawback και rebates), που επιβάλλονται στις φαρμακευτικές εταιρίες κάθε χρόνο. Η Ελληνική Πολιτεία, οι φαρμακευτικές εταιρίες, καθώς και οι αρμόδιες αρχές άλλων χωρών θα πρέπει να συνεργάζονται με στόχο την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και διαδικασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον, στο οποίο οι Έλληνες ασθενείς να έχουν πρόσβαση στα καλύτερα φάρμακα σε προσιτές τιμές και ταυτόχρονα οι φαρμακευτικές εταιρίες να μπορούν να ευημερούν. Προσωπικά, θα δουλέψω πολύ σκληρά και θα κάνω ό, τι μπορώ για να συμβεί αυτό».
Για τις τάσεις και τις προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας γενικά, λαλά και στον τομέα του φαρμάκου, έκανε λόγο ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας. Η οικονομία βρήκε εξισορρόπηση μέσα από τρία διαδοχικά προγράμματα κυρίως μέσω της ύφεσης και ναι μεν αποφεύχθηκε, έτσι, η πλήρης κατάρρευση, η αναπτυξιακή δυναμική, όμως, είναι ασθενής, ενώ χάθηκε η ευκαιρία για βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι εσωστρεφής, υπερβολικά ρυθμισμένη από το κράτος και ασθενώς διασυνδεδεμένη με τις διεθνείς οικονομικές και τεχνολογικές τάσεις. Παράλληλα και σε ότι αφορά στην πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας, ο κ. Βέττας σημείωσε ότι υπήρξαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στους ασθενείς όσο και στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Κλείνοντας την παρουσίασή του ο Καθηγητής ανέφερε ότι σημαντικό μοχλό ανάπτυξης στο χώρο του φαρμάκου μπορεί να αποτελέσει η ενίσχυση των κλινικών μελετών, με άμεσο όφελος στο ΑΕΠ και την απασχόληση.
Επίσης, την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019, πραγματοποιήθηκε η ετήσια τακτική Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου που προχώρησε στο παρακάτω ψήφισμα:
«Σύσσωμος ο κλάδος του φαρμάκου εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την κατάσταση στο χώρο του φαρμάκου και την πεποίθηση ότι το 2019, που αποτελεί την πρώτη μετα-μνημονιακή χρονιά, θα πρέπει επιτέλους να βρεθεί μια ισορροπία που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και των παρόχων, την καλή υγεία των πολιτών αλλά και την οικονομική ανάπτυξη.
Παρά την έξοδο από τα μνημόνια η λιτότητα στον χώρο της υγείας συνεχίζεται δεδομένου ότι η λογική της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης επεκτείνεται μέχρι το 2022 με νομοθετική ρύθμιση, γεγονός που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές του κλάδου στη χώρα μας. Η έλλειψη προβλεψιμότητας και σταθερότητας, οι υπέρογκες άμεσες κι έμμεσες επιβαρύνσεις, το ανεξέλεγκτο clawback, απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα των εταιριών του κλάδου και την πρόσβαση των ασθενών σε νέες, αλλά και υπάρχουσες καταξιωμένες θεραπείες.
Σε μια χώρα που γερνά ολοένα και περισσότερο, σε μια χώρα που η νοσηρότητα αυξάνεται, που νέες καινοτόμες θεραπείες θέλουμε να βρίσκονται στη διάθεση των ασθενών, που η ελάφρυνση της συμμετοχής των ασθενών είναι κοινωνική επιταγή, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει σταθερή για τέταρτη συνεχή χρονιά, για τον ΕΟΠΥΥ στα 1,945 δις Ευρώ και για τα νοσοκομεία στα 570 εκατ. Ευρώ. Προηγήθηκε μια δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά 60% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία με αποτέλεσμα η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κατά κεφαλή στη χώρα μας να βρίσκεται στα 188 ευρώ, ενώ στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι 246 ευρώ και στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών είναι 303 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική αυτή δεν επηρέασε την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες τους μέχρι σήμερα, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες, μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών (clawback και rebates), απορρόφησαν όλη την υπέρβαση.
Για πόσο ακόμη όμως;
Η έως τώρα εφαρμοζόμενη πολιτική για το φάρμακο όχι μόνο απειλεί την ίδια την ύπαρξη των φαρμακευτικών εταιριών, αλλά αποτελεί και βασικό εμπόδιο στην περαιτέρω συμβολή του κλάδου στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δεν είναι ρεαλιστικό να προσδοκά κανείς να εισέλθει ο κλάδος σε τροχιά ανάπτυξης, όταν απειλείται η ίδια του η βιωσιμότητα:
Κάθε χρόνο το clawback αυξάνεται δραματικά και σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία του 2018 οι επιβαρύνσεις (clawback και rebate) θα ξεπεράσουν τα € 990 εκατ. στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη ενώ εάν υπολογίσουμε και τα νοσοκομεία (€436 εκατ. κατ’ ελάχιστο) το ποσό θα πλησιάσει τα €1,5 δις (από €1,2 δις που έφτασε το 2017)!
Οι δυσβάσταχτες αυτές επιβαρύνσεις είναι 4 φορές πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και, παράλληλα, το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κλάδο της Ελληνικής οικονομίας!
Ο κλάδος αποτελεί βασικό πυλώνα χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς μόνο από υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback και rebate) έχει αποδώσει στο κράτος € 5,3 δις. για τα έτη 2012-2018!
Το μήνυμά μας προς την Πολιτεία είναι απλό και σαφές: Εάν δεν υλοποιηθούν τώρα κάποια απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, εάν δεν τεθούν όρια στο clawback, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις θα είναι αδύνατο να συνεχίσουν να στηρίζουν τη Δημόσια Υγεία και την Οικονομία και το Κράτος θα είναι αδύνατο να παρέχει μακροπρόθεσμα σωστή φροντίδα για τους Έλληνες πολίτες.
Για να επιβιώσει ο κλάδος και να μεγιστοποιηθεί η συμβολή του στην δημόσια υγεία και την οικονομία απαιτούνται σταθερότητα και προβλεψιμότητα καθώς και άμεση υλοποίηση των νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων.
Μεταρρυθμίσεις, όπως αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας (ΗΤΑ), διαπραγμάτευση τιμών, μητρώα ασθενών, θεραπευτικά πρωτόκολλα, ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς, ελεγκτικοί μηχανισμοί στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση έπρεπε να είναι ήδη σε πλήρη ισχύ. Επίσης, το μέγεθος της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης θα πρέπει να επαναξιολογηθεί με βάση τις τρέχουσες επιδημιολογικές αλλά και υγειονομικές ανάγκες. Θα πρέπει ακόμη να εξεταστεί το ενδεχόμενο δημιουργίας πρόσθετων προϋπολογισμών για την πρόληψη (εμβόλια), τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και άλλες ανελαστικές συνιστώσες της δαπάνης.
Το σημαντικότερο όλων όμως, είναι να καθιερωθεί συνυπευθυνότητα μεταξύ του Κράτους και της Φαρμακοβιομηχανίας, σε σχέση με την κάλυψη της υπέρβασης στη φαρμακευτική δαπάνη.
Τέλος, μια δέσμη ουσιαστικών αναπτυξιακών κινήτρων θα δώσει τη δυνατότητα στον κλάδο να μεγιστοποιήσει τις αναπτυξιακές προοπτικές του, όπως για παράδειγμα η αφαίρεση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης από το clawback.
Στην προσπάθεια για την επίτευξη σημαντικών ρυθμών ανάπτυξης, ο κλάδος του φαρμάκου μπορεί να έχει καθοριστική συνεισφορά. Ήδη συμβάλλει στην επίτευξη των εθνικών στόχων, καθώς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της Εθνικής Οικονομίας με συμβολή 3,5% στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), υποστηρίζει 26.000 άμεσες και πολλαπλάσιες έμμεσες θέσεις εργασίας και αντιπροσωπεύει το 18% των συνολικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα το φάρμακο κατέχει σημαντικό εξαγωγικό μερίδιο.
Στο άμεσο μέλλον η φαρμακοβιομηχανία προτείνει τη σύναψη μνημονίου συνεργασίας με την Πολιτεία, διάρκειας 3-5 ετών, όπου θα διαμορφώνεται ένα συνοπτικό πλαίσιο στόχευσης για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Σε κάθε περίπτωση στο επίκεντρο της φαρμακευτικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η προαγωγή της Δημόσιας Υγείας προς όφελος των ασθενών».