Μη αναγκαίες χαρακτηρίζει η Goldman Sachs ενδεχόμενες περαιτέρω περικοπές μισθών και συντάξεων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της επενδυτικής τράπεζας Θεμιστοκλή Φιωτάκη, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να δείχνει σημάδια βελτίωσης, αλλά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν αντανακλούν ακόμη πλήρως το διαρκώς βελτιούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον, κάτι που εν μέρει αποδίδει στον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας.
Όπως αναφέρει, βραχυπρόθεσμα η μείωση του ελλείμματος και ο περιορισμός των φόβων για έξοδο από το ευρώ πιθανόν να αυξήσουν το ενδιαφέρον για επενδύσεις, ενώ η εξόφληση των καθυστερούμενων οφειλών αναμένεται να βελτιώσει τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα.
“Μια ομαλή ολοκλήρωση της αξιολόγησης της τρόικας που βρίσκεται σε εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των πολιτικών κινδύνων”, τονίζεται στην έκθεση, ενώ υπογραμμίζεται πως υπάρχουν λόγοι για συμβιβασμό στις συζητήσεις τρόικας-κυβέρνησης για το δημοσιονομικό κενό.
Σύμφωνα με τον αναλυτή του επενδυτικού οίκου, η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα θα πρέπει να οδηγήσει σε επιπλέον χρηματοδότηση, σε κάποιας μορφής ελάφρυνση του χρέους και σε νέους στόχους για τον προϋπολογισμό. Σε περίπτωση μάλιστα εύρεσης λύσης για τα παραπάνω, η Ελλάδα αναμένεται να θα εξασφαλίσει αδιάλειπτη χρηματοδότηση έως το 2016.
Ο ίδιος προειδοποιεί πως οι συζητήσεις για τον προϋπολογισμό ενδέχεται να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης καθώς το δημοσιονομικό κενό των 4 δισ. έως το 2016 μπορεί να καλυφθεί μόνο εν μέρει από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ενδεχομένως να απαιτηθούν νέες περικοπές μισθών και συντάξεων. “Τέτοια μέτρα ενδέχεται να αποδειχθούν μη αναγκαία, καθώς τα ρίσκα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα οφέλη της εφαρμογής τους”, ξεκαθαρίζει ο κ. Φιωτάκης και σημειώνει πως το κόστος νέων μέτρων μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η πολιτική αστάθεια θα μπορούσε να υπονομεύσει το πρόγραμμα, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση έχει αρχίσει να χτίζει την αξιοπιστία της με τους εταίρους στην Ευρώπη και στις αγορές.
Τέλος, υπογραμμίζει πως ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να αρχίσει να μειώνεται από το 2015 και ενδέχεται να υποχωρήσει στον στόχο του 124% του ΑΕΠ το 2020 χωρίς νέα μέτρα.