Η αύξηση του χρέους της κεντρικής διοίκησης είναι παροδική, χρονικά ορισμένη και δεν είναι αιφνίδια, ούτε μπορεί να προκαλέσει ανησυχία, απαντά το υπουργείο Οικονομικών, σε ό,τι αφορά με το ντόρο που προκλήθηκε με το δημοσίευμα της εφημερίδας "Το Βήμα της Κυριακής" για την αύξηση του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο κινητοποιήθηκε αμέσως για να διαλευκάνει την κατάσταση "αυτή η φαινομενική αύξηση χρέους είναι προϊόν της υποχρέωσης απεικόνισης της εκταμίευσης των κεφαλαίων από το EFSF προς το Ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να επιτευχθεί η χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών".
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επισημαίνει, άλλωστε, ότι, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών "πρώτον, έλαβε χώρα μέσα στο 2013, και δεύτερον, γίνεται μέσω του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ τα κεφάλαια που διατέθηκαν από το EFSF προς το Ελληνικό Δημόσιο αποτελούν χρέος κατά τους κανόνες του Δημόσιου λογιστικού".
Ωστόσο, εξηγείται ότι "το χρέος που δημιουργείται από την εκταμίευση των κεφαλαίων αντικρίζεται από περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν πλέον ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου (τις μετοχές των τραπεζών που ανακεφαλαιοποιήθηκαν) με προβλεπόμενη εκποίησή τους και με προσδιορισμένη αξία μεταπώλησης (από τους μηχανισμούς warrants της ανακεφαλαιοποίησης). Η μεταπώληση αυτή θα αποφέρει στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τους συντηρητικούς υπολογισμούς του ΔΝΤ οι οποίοι και περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, περίπου 17 δισ. ευρώ".
Ακόμη, υπενθυμίζεται ότι η συμμετοχή ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν "μεγάλη και πέρα από κάθε προσδοκία" και "επέτρεψε την περαιτέρω εξοικονόμηση κεφαλαίων που αλλιώς θα διατίθεντο στη διαδικασία αγοράς μετοχών από το Ελληνικό Δημόσιο".
"Επομένως, το ποσό της αύξησης που παρατηρείται στην απεικόνιση του Δημόσιου Χρέους οφείλεται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είναι συγκυριακό και ισοσταθμίζεται από την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από το Ελληνικό Δημόσιο", καταλήγει το υπουργείο Οικονομικών.