Κριτική σε "μικρόψυχους και ανυποψίαστους" κάθε λογής ειδικούς που τους έχει πιάσει "υστερία κατεδάφισης της χώρας" κάνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της, ενώ ταυτόχρονα σημειώνει ότι η αύξηση των εισοδημάτων της δεκαετίας του 2000 ήταν "φούσκα".
"Κατακλυζόμαστε, τελευταίως, από ένα απίστευτο συνονθύλευμα απόψεων και εκτιμήσεων για μία επικείμενη νέα αναδιάρθρωση ή και 'κούρεμα' του ελληνικού δημοσίου χρέους, μετά τις Γερμανικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 2013" σχολιάζει στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, προσθέτοντας ότι "υπάρχει μια υστερία κατεδάφισης της χώρας από μικρόψυχους και ανυποψίαστους. Η μόνιμη επωδός όλων αυτών των καταθλιπτικών σεναρίων είναι ότι το ελληνικό χρέος αντί να μειώνεται θα συνεχίσει να αυξάνει, ότι η Ελλάδα είναι χρεοκοπημένη, ότι το Πρόγραμμα δεν βγαίνει, ότι η μόνη λύση είναι ένα νέο κούρεμα του χρέους, ότι η λιτότητα δεν είναι λύση και πρέπει να αντικατασταθεί με μία πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης (λες και λεφτά υπάρχουν πού πρέπει οι Γερμανοί να τα δώσουν, όχι ως δανεικά αλλά ως παροχές, στους υπερήφανους Έλληνες για να καταναλώνουν όπως αρμόζει σε ευπρεπείς Ευρωπαίους πολίτες)".
"Η ανεύθυνη διάδοση των αβάσιμων αυτών απόψεων της προπαγάνδας του μηδενισμού και των εύκολων και ανέξοδων λύσεων, αν δεν τεθεί υπό έλεγχο, μπορεί να αποσταθεροποιήσει την ικανοποιητική πορεία υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής, την βελτίωση της εμπιστοσύνης και την επερχόμενη ανάκαμψη της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες ξεκάθαρα την πραγματικότητα και το τεράστιο έργο εκσυγχρονισμού της χώρας που επιτελείται" σημειώνουν οι αναλυτές και προσθέτουν: "Η εξάλειψη των ελλειμμάτων δεν συνεπάγεται καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, κατά τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίο η "φούσκα" και η εκρηκτική αύξηση των εισοδημάτων και των παροχών στη δεκαετία του 2000 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και πραγματική αύξηση της ευημερίας των πολιτών. Η εξάλειψη των ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και στο εξωτερικό ισοζύγιο και η συνεπαγόμενη αποκατάσταση του ύψους των εγχώριων εισοδημάτων στις δυνατότητες της εγχώριας πραγματικής παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με βάση τα σημαντικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, όπως συμβαίνει στην τρέχουσα τουριστική περίοδο με την εντυπωσιακή ανάπτυξη του τουριστικού τομέα της χώρας. Παρά το μεγάλο κόστος προσαρμογής, η εξάλειψη των καταστροφικών (για την διεθνή ανταγωνιστικότητα) ελλειμμάτων δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με βάση την προσέλκυση επενδύσεων, την ανταγωνιστικότητα και την παγκόσμια ζήτηση για τα υψηλής ποιότητας και αξίας προϊόντα που παράγει, τα περισσότερα από τα οποία είναι πραγματικά περιζήτητα στις διεθνείς αγορές. Πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις για να αυξηθεί η εγχώρια ζήτηση. Η αύξηση των εισοδημάτων θα γίνεται από εδώ και πέρα από την αύξηση της αξίας της εγχώριας παραγωγής και όχι από τον ξένο δανεισμό. Η ελληνική οικονομία έχει ήδη ανακτήσει την διεθνή της ανταγωνιστικότητα και διαθέτει πλέον τις δυνάμεις για να καλύψει γρήγορα το αναπτυξιακό κενό που υπέστη στην περίοδο του σκασίματος της φούσκας της δεκαετίας του 2000.
Νέα αναδιάρθρωση με κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν είναι αναγκαία και δεν πρόκειται να υπάρξει. Γιατί; Διότι το χρέος της Ελλάδος έχει ήδη μειωθεί δραστικά και καταλυτικά και είναι πολύ πιο βιώσιμο από ότι το δημόσιο χρέος πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών και όχι μόνο. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μετά τη δραστική μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους και των δαπανών εξυπηρέτησης αυτού του χρέους, και το πρόγραμμα προσαρμογής στην Ελλάδα εκτελείται ήδη καλύτερα του αναμενομένου".
"Στην πραγματικότητα το θέμα της υποτιθέμενης νέας 'αναδιάρθρωσης' του ελληνικού δημόσιου χρέους διογκώνεται ανεξέλεγκτα λόγω παρερμηνείας των ακόλουθων πραγματικών δεδομένων που προκύπτουν, αφενός, από την ίδια την απόφαση του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2013 και, αφετέρου, από την πρόσφατη Έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα (Ιούλιος 2013)" αναφέρει μεταξύ άλλων η Alpha Bank και εξηγεί:
"Πρώτον, η απόφαση του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012 προβλέπει ότι: 'Τα κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ θα εξετάσουν περαιτέρω μέτρα βοήθειας προς την Ελλάδα στα οποία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων η χαμηλότερη ίδια συμμετοχή στη συγχρηματοδότηση έργων από τα διαρθρωτικά ταμεία, ή και η περαιτέρω μείωση επιτοκίων στα διμερή δάνεια μέσω του Greek Loan Facility, αν είναι αναγκαίο, προκειμένου να επιτευχθεί επιπλέον αξιόπιστη και βιώσιμη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να γίνει όταν η Ελλάδα φτάσει σε ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα, όπως προβλέπεται στο υφιστάμενο Memorandum of Understanding (MoU), υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής των όρων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί πως μέχρι το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ το 2016 η Ελλάδα μπορεί να πετύχει χρέος της ΓΚ στο 175% του ΑΕΠ το 2016, στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και στο 110% του ΑΕΠ το 2022'. Επιπλέον των ανωτέρω, το Eurogroup έχει αποφασίσει από την 21 Φεβρουαρίου 2012, ότι 'οι χώρες μέλη θα παρέχουν επαρκή υποστήριξη στην Ελλάδα κατά την περίοδο που θα είναι σε ισχύ το πρόγραμμα και πέρα από αυτήν, έως ότου η χώρα θα έχει ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα εφαρμόζει πλήρως τις υποχρεώσεις της για την εκπλήρωση των στόχων του προγράμματος προσαρμογής'.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στη ΓΚ το 2013, η Ελλάδα, με την σύμφωνη γνώμη των εταίρων της, θα μπορέσει να ωφεληθεί από μια περαιτέρω μείωση των (ήδη σημαντικά μειωμένων) πληρωμών τόκων για την εξυπηρέτηση του εναπομένοντος δημοσίου χρέους της. Αν αυτό συμβεί, τότε το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί πιθανότατα σε επίπεδα κάτω του -2,5% το 2014, από -3,2% που προβλέπει το ΔΝΤ. Επίσης, το έλλειμμα αυτό μπορεί να μηδενιστεί από το 2015. Όσον αφορά τη συγχρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, αυτή ήδη έχει αυξηθεί στα € 18,5 δισ. στην περίοδο 2014-2020, από € 11,5 δισ. που είχε ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους τον Νοέμβριο του 2012. Τα ανωτέρω δεν συνιστούν κανενός είδους "αναδιάρθρωση" του ελληνικού χρέους, αλλά πρόσθετη μείωση του κόστους των 2μερών δανείων της Ελλάδος από τις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ, ιδιαίτερα δε εκείνες που δανείζονται στην τρέχουσα περίοδο με αρνητικά επιτόκια απορροφώντας και ελληνικές αποταμιεύσεις.
Δεύτερον, υπάρχει η εκτίμηση του ΔΝΤ (Ιούλιος 2013) ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πρόσθετο χρηματοδοτικό κενό ύψους € 4,4 δισ. το 2014 και € 6,5 δισ. το 2015. Αυτό το κενό οφείλεται στο ότι το 2014 λήγουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ύψους € 24,9 δισ. περίπου που βρίσκονται σχεδόν στο σύνολό τους στην κατοχή κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ζώνης του Ευρώ. Επίσης, το 2015 λήγουν επιπλέον ομόλογα αξίας € 16,4 δισ. που επίσης βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στην κατοχή κεντρικών τραπεζών. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εξοφλήσει τα € 30,2 δισ. από τα € 41,3 δισ. που οφείλει από αυτά τα ομόλογα, ενώ υπάρχει αμφιβολία για την δυνατότητα εξόφλησης των υπολοίπων € 11,1 δισ.. Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, το ΔΝΤ φαίνεται ότι πιέζει τις Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις να επιμηκύνουν τις λήξεις και αυτών των δανείων πέραν του 2014 και του 2015, έτσι ώστε η Ελλάδα να μην πιεστεί για την ολοκληρωτική εξόφλησή τους στην επόμενη 2ετία. Εκτιμάται ότι η απόφαση για την επιμήκυνση αυτή έχει ήδη ληφθεί την 26η Νοεμβρίου 2013 και θα γίνει πράξη εάν πράγματι η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2013. Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι το μεν χρηματοδοτικό κενό του 2014 στην ουσία δεν υπάρχει αφού η Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα το 2013 και το 2014 από ότι έχει προγραμματιστεί και επειδή η Ελλάδα ήδη διαθέτει πλεονασματικά κεφάλαια ύψους € 11,5 δισ. στο Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που μπορεί να χρησιμοποιηθούν χωρίς περαιτέρω αύξηση του χρέους, αφού έχουν ήδη επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Ωστόσο, η εξομάλυνση των λήξεων αυτής της περιόδου θα μπορούσε κατά κύριο λόγο να άρει κάθε αβεβαιότητα που ακόμη υπάρχει και να δώσει επιπλέον ώθηση στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Βεβαίως και αυτή η εξέλιξη μπορεί να γίνει πράξη μόνο με την πλήρη εφαρμογή από την Ελλάδα του προγράμματος προσαρμογής".
Η πρόσφατη αναφορά Σόϊμπλε σε νέα για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό των €10.9 δισ. το 2014-2015, δεν θα έπρεπε να κομίζει γλαύκα ες Αθήνας, καθώς με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο εμπεριέχεται στις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί και τις δεσμεύσεις που έχουν ήδη δοθεί, όπως επισημαίνει και ο Όλι Ρεν σχολιάζοντας την δήλωση Σόϊμπλε".
"Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι τα μόνα θέματα που υπάρχουν προς 'ρύθμιση' όσον αφορά το ελληνικό χρέος" σχολιάζει η Alpha Bank, και προσθέτει πως "είναι πράγματι σωστό ότι θα βοηθούσε την Ελλάδα η έγκαιρη λήψη μιας απόφασης για την επιμήκυνση των λήξεων των ομολόγων που λήγουν το 2014 και το 2015. Αν, ωστόσο, αυτό δεν γίνει δεκτό, η Ελλάδα μπορεί τώρα να χρηματοδοτήσει αυτές τις υποχρεώσεις της από μόνη της. Μετά το 2015 και έως το 2025, οι λήξεις δανείων για την Ελλάδα είναι ελάχιστες και δεν υπάρχει κανένα χρηματοδοτικό ή δημοσιονομικό κενό. Το μόνο που χρειάζεται η Ελλάδα είναι να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012. Δεν χρειάζεται καμιά νέα "αναδιάρθρωση" και πολύ περισσότερο κανένα νέο "κούρεμα" του χρέους της".
"Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα, με την πολύ καλύτερη από ότι είχε προγραμματιστεί υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής που εφαρμόζει και με την εκτιμώμενη χαμηλότερη του αναμενομένου ύφεση το 2013 και ταχύτερη ανάκαμψη από το 2014, δεν αντιμετωπίζει πια δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά κενά. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύονται και με την εντυπωσιακή τουριστική περίοδο την οποία διανύουμε (σημειώνεται η αύξηση των εσόδων από τον εξωτερικό τουρισμό κατά 38,5% τον Μάιο 2013 και κατά 20,7% τον Ιούν.2013) και συμβάλλουν στην σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και στη δυνατότητα της χώρας να εισέλθει σε μια σταθερή πορεία εξόδου από την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της", καταλήγει η Alpha Bank.