Το συμπέρασμα ότι το ευρώ οδήγησε σε αθροιστικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας την Ελλάδα την περίοδο 1999-2012 εξάγεται από τα στοιχεία ειδικής έκθεσης που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η εν λόγω έκθεση καταδεικνύει πως την περίοδο 1999-2012 στη ζώνη του ευρώ η απώλεια εξαγωγικών μεριδίων αγαθών και υπηρεσιών σε όρους όγκου (1,9%) ήταν πολύ λιγότερο έντονη από ό,τι σε όρους αξίας (17,4%), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι τιμές των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ αυξήθηκαν λιγότερο από ό,τι οι παγκόσμιες τιμές εξαγωγών.
Αυτό ισχύει και για τις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ. Για παράδειγμα, η Γερμανία αύξησε το εξαγωγικό της μερίδιο σε όρους όγκου (9,3%), αλλά μείωσε το μερίδιό της σε όρους αξίας (10,4%), γεγονός που σημαίνει ότι οι τιμές των γερμανικών εξαγωγών αυξήθηκαν λιγότερο από ό,τι οι παγκόσμιες τιμές εξαγωγών.
Ωστόσο, οι απώλειες που κατέγραψε η Ελλάδα στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους αξίας (24,2%) ήταν λιγότερο έντονες από ό,τι σε όρους όγκου (36,2%). Αυτό υποδηλώνει ότι για την Ελλάδα η απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών (οι τιμές των ελληνικών εξαγωγών αυξάνονταν ταχύτερα από τις τιμές των ανταγωνιστών της) οδήγησε με την πάροδο του χρόνου σε μείωση του μεριδίου της σε όρους όγκου, αλλά λόγω των υψηλότερων τιμών εξαγωγών, οι απώλειες σε όρους αξίας ήταν μικρότερες από ό,τι σε όρους όγκου.
Η έκθεση υποστηρίζει ότι για τις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι εξαγωγικές επιδόσεις φαίνονται καλύτερες όταν μετρούνται σε σχέση με την εξωτερική ζήτηση από ό,τι όταν μετρούνται σε σχέση με τις παγκόσμιες εξαγωγές. Η εξέταση των εξαγωγικών μεριδίων σε όρους αξίας ή όγκου μπορεί να αποκαλύψει σημαντικές διαφορές, ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών.
Παρά τις διαφορές αυτές, οι δύο δείκτες αλληλοσυμπληρώνονται και πρέπει να εξετάζονται παράλληλα κατά την αξιολόγηση των εξαγωγικών επιδόσεων.
Η ανάλυση της ΕΚΤ με βάση τα εξαγωγικά μερίδια σε σχέση με την εξωτερική ζήτηση και τις παγκόσμιες εξαγωγές σε όρους όγκου ενδέχεται να υποδηλώνει ότι οι χώρες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να αφιερώσουν περισσότερους πόρους για την περαιτέρω επέκτασή τους σε ταχέως αναπτυσσόμενες αναδυόμενες αγορές.