Να υπάρξει αποφασιστικότητα στο μεταρρυθμιστικό τομέα ζήτησε ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος. Μιλώντας στο δεύτερο στρατηγικό συνέδριο με θέμα "Επενδύσεις στην Ελλάδα και αναπτυξιακή προοπτική ανέφερε ότι: "Εάν το βάρος τώρα δεν δοθεί στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων, το θετικό υπόβαθρο που δημιουργήθηκε ως τώρα είναι πολύ εύκολο να καταρρεύσει".
Διαβάστε την ομιλία Μίχαλου:
"Το θέμα μας, πιστεύω είναι πιο ουσιαστικό και επίκαιρο από ποτέ. Μετά από πέντε και πλέον χρόνια συνεχιζόμενης ύφεσης, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ συνιστά πλέον ζωτικής σημασίας πρόκληση.
Είναι ένας κρίσιμος εθνικός στόχος, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κινητοποίηση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα. Με την προσέλκυση νέων εγχώριων και ξένων επενδύσεων, με την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών σε τομείς οι οποίοι αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα της χώρας και παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία για την οικονομία.
Μια επισήμανση – αυτονόητη θα έλεγα – είναι ότι η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μόνο μέσα σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας. Τα σενάρια εκλογών και η δημιουργία κλίματος ρευστότητας και αστάθειας, δημιουργούν αναστάτωση στην αγορά, παγώνουν κάθε επιχειρηματικό σχέδιο και αποθαρρύνουν δυνητικούς επενδυτές από το εξωτερικό.
Γι' αυτό και ο επιχειρηματικός κόσμος επικροτεί την απόφαση για σχηματισμό κυβέρνησης με δικομματική στήριξη και την αποτροπή πρόωρων εκλογών.
Ας ελπίσουμε ότι η νέα κυβέρνηση συνεργασίας θα προχωρήσει στηριγμένη σε πιο στέρεες βάσεις και με σαφέστερο προσανατολισμό, στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Γιατί, για να είμαστε ειλικρινείς, η όπως – όπως κάλυψη κάποιων ανοιχτών θεμάτων πριν από κάθε επίσκεψη της τρόικας, ή ενίοτε η προετοιμασία κατάλληλων δικαιολογιών, δεν συνιστά μεταρρυθμιστικό έργο. Η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει μπροστά, με βάση μια ξεκάθαρη συμφωνία γι' αυτά που πρέπει να γίνουν.
Στη διάρκεια του τελευταίου δωδεκάμηνου, πράγματι υπήρξαν θετικές εξελίξεις σε αρκετούς τομείς. Η οριστική απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου από το κοινό νόμισμα, η πορεία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων για το 2013, η σημαντική αποκλιμάκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος είναι εξελίξεις που πράγματι δημιούργησαν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, ώστε ξεκινήσει μια πορεία σταδιακής ανάκαμψης.
Δεν θα μπορούσα επίσης να μην αναφερθώ σε μεγάλες επενδυτικές συμφωνίες, όπως αυτή για τον αγωγό TAP, που αναμένεται να ανακοινωθεί και επισήμως σήμερα. Πρόκειται για ένα έργο που θα αξιοποιήσει και θα ενισχύσει παράλληλα τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, δημιουργώντας σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία.
Όμως, παρά τις επιμέρους εξελίξεις που προκαλούν δικαιολογημένα αισιοδοξία, η αγορά εξακολουθεί να εκφράζει έναν βασικό προβληματισμό. Ο οποίος συνίσταται στο εξής: οι όποιες θετικές επιδόσεις έχουν επιτευχθεί ως τώρα, στηρίζονται περισσότερο στις θυσίες των πολιτών και στην υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου και πολύ λιγότερο στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας.
Αυτή η προσέγγιση, εκ των πραγμάτων, δεν είναι διατηρήσιμη. Όχι μόνο γιατί δεν είναι κοινωνικά ανεκτή, αλλά και γιατί δεν μπορεί πλέον να αποδώσει.
Εάν το βάρος τώρα δεν δοθεί στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων, το θετικό υπόβαθρο που δημιουργήθηκε ως τώρα είναι πολύ εύκολο να καταρρεύσει. Και οι θυσίες να παραμείνουν χωρίς αντίκρισμα.
Εάν δεν υπάρξουν νέες επενδύσεις, οι οποίες θα τονώσουν τις τοπικές οικονομίες και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, το «φως στο τούνελ» δεν θα γίνει ορατό από τους πολίτες.
Είναι λοιπόν άμεση ανάγκη να προχωρήσουν αποφασιστικά μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που ευνοούν την προσέλκυση επενδύσεων, την υγιή επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.
Οι προτεραιότητες είναι σαφείς.
Πρώτη και βασική είναι η διαμόρφωση ενός δίκαιου, ανταγωνιστικού φορολογικού συστήματος.
Οι σοβαροί επενδυτές, πολύ περισσότερο από τις κρατικές επιδοτήσεις, αναζητούν ένα σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον. Και δεν θα έρθουν σε μια χώρα η οποία φορολογεί τις επιχειρήσεις δύο και τρεις φορές υψηλότερα σε σύγκριση με ανταγωνιστικούς προορισμούς. Δεν θα έρθουν σε μια χώρα όπου η φορολογική νομοθεσία αριθμεί δεκάδες χιλιάδες σελίδες και όπου οι διατάξεις και οι ρυθμίσεις αλλάζουν κάθε τρίμηνο.
Είναι ανάγκη να υπάρξουν άμεσα παρεμβάσεις, τόσο στο επίπεδο της έμμεσης φορολογίας – με μείωση του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα καύσιμα – όσο και της άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων. Η καθιέρωση ενός flat tax της τάξης του 15%, που έχει εξαγγελθεί ως πρόθεση από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είναι ένα βήμα που θα αναβαθμίσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Μια μείζονος σημασίας μεταρρύθμιση, που πρέπει να προχωρήσει με γενναιότητα, αλλά και με σχέδιο, είναι η εξυγίανση του δημοσίου τομέα. Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς ένα σοβαρό σύστημα αξιολόγησης και χωρίς ριζική αναδιάρθρωση δομών, όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά οδηγούν το δημόσιο τομέα σε πλήρη παράλυση. Οι καθυστερήσεις, η αναποτελεσματικότητα και τα φαινόμενα διαφθοράς, που αποτελούν εμπόδιο για τις επενδύσεις, όχι μόνο δεν περιορίζονται αλλά επιδεινώνονται.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που δημιουργεί συχνά αξεπέραστα προβλήματα στις επενδύσεις, είναι αυτό τις Χωροταξικής και Αδειοδοτικής Εγκατάστασης των επιχειρήσεων.
Τόσο το ΕΒΕΑ όσο και η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος έχουν αναδείξει την ανάγκη οργανωμένης ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων, για τους τομείς της Μεταποίησης και των Logistics.
Η πρόσφατη θεσμοθέτηση και υπαγωγή των Επιχειρηματικών Πάρκων στις Στρατηγικές Επενδύσεις του Ν. 4146/2013, δείχνει ότι η οργανωμένη Πολιτεία έχει αρχίσει να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Επίσης, παρά τις περαιτέρω βελτιώσεις που απαιτούνται, το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τη Βιομηχανία και Ν. 3982/2011) είναι μια καλή επαρκής αφετηρία για την ανάπτυξη επενδύσεων σ' αυτόν τον τομέα.
Χρειάζεται όμως μια γενναία αναδιάρθρωση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και των διαδικασιών, ώστε να μην χρειάζονται 3 χρόνια και απίστευτη ταλαιπωρία προκειμένου να αδειοδοτηθεί μια τέτοια επένδυση.
Η ΚΕΕΕ έχει προτείνει ήδη ένα «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την ανάπτυξη Οργανωμένων Υποδοχέων για την Βιομηχανία-Επιχειρηματικότητα 2012-2030», ύψους 1 δις € για 68 Επιχειρηματικά Πάρκα στην Ελληνική Επικράτεια. Για να γνωρίζουν όλοι πού και πώς επιτρέπεται να αναπτυχθεί ένα Επιχειρηματικό Πάρκο και να εξαλειφθούν προσωπικές, υπηρεσιακές ή πελατειακές πολιτικές.
Χρειάζεται να θεσμοθετηθούν ειδικά οικονομικά κίνητρα για την ανάπτυξη αυτών των επενδύσεων και έχει υπάρξει επίσης συγκεκριμένη πρόταση εκ μέρους της ΚΕΕ για το θέμα αυτό προς το υπουργείο Ανάπτυξης.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, χρειάζεται επιπλέον:
Να αναψηλαφίσουμε τη Χωροταξική και Πολεοδομική Νομοθεσία, να αναδιατάξουμε τη φιλοσοφία και τα κριτήρια Μελέτης του Πολεοδομικού Σχεδιασμού και υπό το πρίσμα της Ανάπτυξης και της αειφορίας.
Να ταυτοποιήσουμε νομικές έννοιες, όρους και ορισμούς στο λεξιλόγιο των Χρήσεων Γης μεταξύ της Πολεοδομικής Επιστήμης και της «Αναπτυξιακής Πολυεπιστήμης», με όρους πραγματικής οικονομίας και συνεχούς προσαρμογής και αυτοβελτίωσης.
Τέλος, για μια ολοκληρωμένη απαγκίστρωση της επιχειρηματικότητας από την γραφειοκρατία, ας είμαστε πιο γενναιόδωροι στον εκσυγχρονισμό της αδειοδοτικής νομοθεσίας. Ας αποδείξουμε με έργα και όχι με λόγια ότι θέλουμε πραγματικά τα Επιμελητήρια να ασκήσουν το έργο των Αδειοδοτικών Αρχών, όπως ήδη προβλέπεται από το Ν. 3982/2011 και ας σταματήσουμε να βάζουμε εμπόδια που παίρνουν πίσω την αρμοδιότητα από το παράθυρο.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, σε συνάντησή του τον περασμένο Ιανουάριο με εκπροσώπους πολυεθνικών εταιρειών, τους ζήτησε να εμπιστευθούν τη χώρα μας και να επενδύσουν σε παραγωγικές υποδομές. Αυτό όμως απαιτεί να δημιουργήσουμε και τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Οι διεθνείς εταιρείες και επενδυτές, θέλουν να γνωρίζουν που και πως μπορούν να αναπτύξουν και να αδειοδοτήσουν τις παραγωγικές αυτές υποδομές, στην ελληνική επικράτεια.
Για την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση των προοπτικών ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται η επιτάχυνση μιας σειράς επιπλέον μεταρρυθμίσεων και πολιτικών.
Μεταξύ αυτών είναι:
Η προώθηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο θέμα της αξιοποίησης περιφερειακών λιμένων, αεροδρομίων και μαρινών, με στόχο την ενίσχυση του τουρισμού και των τοπικών οικονομιών.
Επίσης:
Η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων.
Η διασφάλιση πραγματικών συνθηκών ανταγωνισμού σε κρίσιμες αγορές, με κυριότερη αυτή της ενέργειας.
Και βεβαίως, η επιτάχυνση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης, ώστε να αντιμετωπιστεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που αποτρέπουν την υλοποίηση επενδύσεων.
Οι πολιτικές αυτές οφείλουν να συνδυαστούν με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη στήριξη εξωστρεφών κλάδων και δραστηριοτήτων, που παρουσιάζουν σημαντικές ευκαιρίες για εγχώριους και ξένους επενδυτές. Εκτός του διαμετακομιστικού εμπορίου και των logistics, θα αναφέρω την ενέργεια και τις ΑΠΕ, την τυποποίηση και εξαγωγή τροφίμων, την ανάπτυξη νέων μορφών τουρισμού, την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς της κλινικής έρευνας και παραγωγής φαρμάκων, κ.ά.
Παρά τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν, κανείς δεν αμφισβητεί ότι έχουν γίνει και σημαντικά βήματα προόδου. Όμως δεν αρκούν. Χρειάζεται να γίνουν περισσότερα και να γίνουν από εμάς.
Ο ρόλος των εταίρων μας θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικός. Όμως, η πρόκληση που λέγεται οικονομική ανάκαμψη, βρίσκεται κυρίως στα δικά μας χέρια. Απαιτεί υπευθυνότητα και αποφασιστικότητα από το πολιτικό μας σύστημα. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι μόνο να αποφεύγονται «ατυχήματα», αλλά και να προχωρούν οι κατάλληλες πολιτικές.
Ας καταλάβουν επιτέλους όλοι, ότι αυτό που διακυβεύεται σήμερα για τη χώρα είναι πολύ πιο σημαντικό από την διατήρηση ή την ενίσχυση της εκλογικής δύναμης του ενός ή του άλλου κόμματος. Και ας προσπαθήσουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Εμείς από την πλευρά μας, ως εκπρόσωποι του Επιμελητηριακού θεσμού, θα συνεχίσουμε να δίνουμε τη μάχη από την πρώτη γραμμή. Θα συνεχίσουμε, με τεκμηριωμένες προτάσεις, αλλά ακόμη και με συγκρούσεις, να διεκδικούμε την εφαρμογή ενός νέου, υγιούς και βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης για τη χώρα μας".