Στα 375 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα καθαρά κέρδη της Eurobank κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013, όπως ανακοίνωσε σήμερα η τράπεζα, ενώ οι καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν για τρίτο διαδοχικό τρίμηνο.
Όπως αναφέρει στη σχετική της ανακοίνωση η Eurobank, με την ανακεφαλαιοποίηση από το ΤΧΣ και μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, o δείκτης βασικών κυρίων κεφαλαίων (EBA Core Tier I) διαμορφώνεται pro-forma σε 9,5%.
Η αύξηση των καταθέσεων πελατών συνεχίστηκε για τρίτο κατά σειρά τρίμηνο, με τα υπόλοιπα στην Ελλάδα να ενισχύονται κατά €1,5δισ., μετά την αύξησή τους κατά €1,8δισ. το Δ΄ τρίμηνο του 2012. Η αύξηση των καταθέσεων σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη απομόχλευση στοιχείων του ενεργητικού είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της διαφοράς των χορηγήσεων από τις καταθέσεις κατά €2,2δισ. και τη βελτίωση του δείκτη ρευστότητας στο 132% στο τέλος Μαρτίου 2013, από 159% τον Ιούνιο του 2012. Στο εξωτερικό, οι καταθέσεις υπερβαίνουν τις χορηγήσεις, με αποτέλεσμα ο δείκτης ρευστότητας να διαμορφώνεται στο 93% στο τέλος του Α΄ τριμήνου του 2013, σε σχέση με 101% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012.
Η επιστροφή των καταθέσεων και η άντληση ρευστότητας από την αγορά βοήθησαν επίσης στη σημαντική μείωση της εξάρτησης από το Ευρωσύστημα από €34δισ. το Α΄ εξάμηνο του 2012 σε €21,3δισ. σήμερα. Η Τράπεζα διατηρεί επαρκή αποθέματα ρευστότητας, καθώς διαθέτει ενέχυρα αποδεκτά από το Ευρωσύστημα για την άντληση ρευστότητας ύψους €6δισ. και επιπρόσθετων €2,5δισ. στο εξωτερικό.
Σε λειτουργικό επίπεδο, η μείωση του κόστους συνεχίστηκε με αυξανόμενους ρυθμούς και διαμορφώθηκε σε 9% σε σχέση με το Α΄ τρίμηνο του 2012. Η σωρευτική μείωση των λειτουργικών δαπανών της Eurobank από το 2008 θα προσεγγίσει στο τέλος του χρόνου το 30%.
Tα καθαρά έσοδα από τόκους υποχώρησαν κατά 8,6% έναντι του Δ΄ τριμήνου του 2012 και διαμορφώθηκαν σε €277εκ. Η σταδιακή μείωση του κόστους καταθέσεων, η εξομάλυνση της διαφοράς των επιτοκίων euribor και ΕΚΤ καθώς και η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης αναμένεται να αναστρέψουν τη μείωση των εσόδων από τόκους κατά την τρέχουσα χρονιά.
Τα συνολικά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες υποχώρησαν σε €65εκ., από €71εκ. το Δ΄ τρίμηνο του 2012, λόγω κυρίως χαμηλότερων εσόδων από τη διαχείριση περιουσίας και τις ασφαλιστικές εργασίες, ήταν όμως υψηλότερα από το Β΄ και Γ΄ τρίμηνο του 2012.
Η επάνοδος των μη οργανικών εσόδων σε θετικό έδαφος συνετέλεσε στην αύξηση των συνολικών εσόδων κατά 1,4% έναντι του Δ΄ τριμήνου του 2012 σε €343εκ.
Η μείωση των δαπανών σε συνδυασμό με την αύξηση των συνολικών εσόδων οδήγησε στην αύξηση των καθαρών εσόδων προ προβλέψεων κατά 11,1% σε σχέση με το Δ΄ τρίμηνο του 2012 σε €94εκ.
Οι Προβλέψεις Επισφαλών Απαιτήσεων σημείωσαν πτώση κατά 5,4% την ίδια περίοδο και διαμορφώθηκαν σε €418εκ., που είναι το χαμηλότερο επίπεδο των 4 τελευταίων τριμήνων. Οι προβλέψεις του εξωτερικού μειώθηκαν επίσης στο χαμηλότερο επίπεδο από την αρχή της κρίσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και διαμορφώθηκαν σε €42εκ.
Τα νέα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών στο εξωτερικό υποχώρησαν κατά 25% και στην Ελλάδα κατά 5% σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012. Συνολικά τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώθηκαν στο 24,6% του χαρτοφυλακίου στο τέλος Μαρτίου 2013, από 22,8% στο τέλος Δεκεμβρίου 2012, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν σε 19,7% του χαρτοφυλακίου και καλύπτονται κατά 53,6% από προβλέψεις (εξαιρουμένων των εξασφαλίσεων).
Τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε €375εκ., περιλαμβανομένων εκτάκτων αποτελεσμάτων, τα οποία αφορούν κυρίως αναβαλλόμενο φόρο. Οι δραστηριότητες στο εξωτερικό είχαν θετική συνεισφορά, καθώς τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 6 τριμήνων και διαμορφώθηκαν σε €12εκ.
Παρά την πρόσφατη κρίση στην Κύπρο, η Eurobank Cyprus είχε μια ιδιαίτερα θετική επίδοση, επιτυγχάνοντας κέρδη €5εκ. το Α΄ τρίμηνο του 2013, ενώ δεν υπήρξαν σημαντικές εκροές καταθέσεων από την έναρξη της κρίσης μέχρι και σήμερα. Η Τράπεζα εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (δείκτης δανείων προς καταθέσεις 50%), πολύ καλή ποιότητα χαρτοφυλακίου (τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών ανέρχονται σε μόλις 6% του χαρτοφυλακίου) και ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια (32%).