Στα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2010, δηλαδή πριν η Ελλάδα υπαχθεί το καθεστώς του Μνημονίου, έχει επιστρέψει η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, μία εξέλιξη που σαφώς αντανακλά τη βελτίωση του κλίματος που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα σε σχέση με την ελληνική οικονομία.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά σήμερα κυμαίνονταν στο 9,5% με 9,6%, όσο περίπου ήταν και στις 15 Οκτωβρίου 2010, ενώ ενδεικτική του κλίματος είναι και η προτροπή της Morgan Stanley προς τους επενδυτές να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα.
Η μείωση των αποδόσεων έχει συμπαρασύρει και το spread, με αποτέλεσμα αυτό να κυμαίνεται στο 8,1%.
Τι σημαίνει όμως πρακτικά η μείωση της απόδοσης του ελληνικού ομολόγου; Όπως μας εξηγεί ο Κώστας Μπούκας, υπεύθυνος ξένων αγορών στην Beta Χρηματιστηριακή, η εξέλιξη αυτή ευνοεί τόσο τους επενδυτές, που βλέπουν τις επενδύσεις τους να ανεβαίνουν, είτε προχώρησαν σε αυτές πρόσφατα, είτε είχαν διακρατήσει ομόλογα από το PSI του Φεβρουαρίου του 2012, όσο και την πραγματική οικονομία.
Πώς γίνεται αυτό; Όπως επισημαίνει, μειώνεται το ρίσκο της χώρας και αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι επενδυτές βλέπουν με ασφάλεια τις επενδυτικές επιλογές που παρουσιάζει η Ελλάδα, μια και οι φόβοι για αποχώρηση της χώρας από το ευρώ έχουν μειωθεί, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν μπει σε ένα δρόμο, το ΔΝΤ κάνει θετικά σχόλια για τα δημόσια οικονομικά της χώρας, ενώ και το γεγονός ότι διαφαίνεται μία μη-άρνηση να συζητηθεί το “κούρεμα” του επίσημου τομέα, μετά τις γερμανικές εκλογές, συγκλίνουν στο ότι το κόστος ασφαλείας της χώρας είναι μειωμένο και μπορούν πλέον οι μεγάλες επιχειρήσεις να βγουν στις αγορές, όπως έγινε πρόσφατα με την ΕΛΠΕ.
Όσο για την καθημερινότητά μας, όσοι εργάζονται θα μπορούν να νιώθουν πιο ασφαλείς ότι δε θα μείνουν άνεργοι, καθώς σταθεροποιούνται οι κακές προβλέψεις και όλα δείχνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας τουλάχιστον δε θα επιδεινωθεί. Από την άλλη, πολλοί που έμειναν άνεργοι σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και η οικοδομή μπορούν να ελπίζουν ότι θα επιστρέψουν στη δουλειά τους, καθώς αναμένεται να υπάρξουν άμεσες επενδύσεις στους τομείς αυτούς.
Όσο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρείες θα μπορούν πλέον να βρουν κεφάλαια στις αγορές θα επιτρέψει στους μικρομεσαίους να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε δανειοδότηση από τις τράπεζες.