Τον καταλογισμό ευθυνών και την επιβολή κυρώσεων προς κάθε υπεύθυνο εξετάζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά το "πάγωμα" της συγχώνευσης Εθνικής και Eurobank, ενώ παράλληλα έχει αρχίσει ήδη η διενέργεια ελέγχων στις συναλλαγές του τελευταίου διημέρου επί των συγκεκριμένων τίτλων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν παραβάσεις κατάχρησης της αγοράς ή και εσωτερικής πληροφόρησης.
Σύμφωνα με κύκλους της ευρύτερης κεφαλαιαγοράς, που επικαλείται η οικονομική εφημερίδα "Ναυτεμπορική" το γεγονός ότι πρόσφατα εγκρίθηκε το ενημερωτικό δελτίο της δημόσιας πρότασης και στη συνέχεια άλλαξαν δεδομένα, επί των οποίων είχε στηριχθεί η συγκεκριμένη έγκριση, συνιστά λόγο εξέτασης για επιβολή κυρώσεων προς κάθε κατεύθυνση που θα προκύψουν ευθύνες.
Οι ίδιοι κύκλοι εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια, τονίζοντας πως η προστασία και η σωστή ενημέρωση του επενδυτικού κοινού δεν ετέθησαν ως μείζον προαπαιτούμενο από όλους τους εμπλεκόμενους. Τονίζουν, δε, πως η σωστή πληροφόρηση των επενδυτών αποτελεί υποχρέωση στα πρότυπα και πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Χρονικός ορίζοντας
Ενα σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής αφορά στο χρονικό ορίζοντα που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα έχει αποτελέσματα των συγκεκριμένων ερευνών. Ο ιδιαίτερα αυξημένος αριθμός υποθέσεων υπό εξέταση από την πλευρά της Ε.Κ. σημαίνει συνήθως καθυστέρηση σημαντική στην έκδοση σχετικών πορισμάτων και στην εν συνεχεία λήψη αποφάσεων για επιβολή κυρώσεων.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η προτεραιότητα που θα δοθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση, λόγω της σπουδαιότητας αλλά και ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει.
Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες που επικαλείται η εφημερίδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται τα τελευταία 24ωρα και αποδέκτης επώνυμων καταγγελιών επενδυτών, οι οποίοι ζητούν πληροφορίες για το πώς μπορούν να κινηθούν νομικά κατά των υπευθύνων για το "πάγωμα" της συγχώνευσης χωρίς να έχει προηγηθεί καμία ενημέρωσή τους ως μετόχων.
Οι εξελίξεις των προηγούμενων ημερών είχαν αντίκτυπο, το μέγεθος του οποίου δεν μπορεί ακόμα να υπολογισθεί, σε περίπου 400.000 επενδυτές, οι οποίοι θα χρειαστεί να περιμένουν αρκετές ημέρες ακόμα προκειμένου να έχουν σαφή εικόνα της "τύχης" των μετοχών τους.
Σημειώνεται ότι περισσότερα από 52.000.000 τεμάχια των δύο τραπεζών άλλαξαν χέρια στις προηγούμενες δύο συνεδριάσεις, παρουσιάζοντας ακραίες διακυμάνσεις. Ο προβληματισμός των διακυμάνσεων έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ οι δύο εμπλεκόμενες στο deal μετοχές ξεκίνησαν στη συνεδρίαση της Δευτέρας με δραματικές απώλειες, μετά, όχι μόνο περιόρισαν τις απώλειες, αλλά και πρόσφεραν, ειδικά η Eurobank, υπερκέρδη.
Ετσι, ενώ η αρχική σημαντική πτώση μπορεί να δικαιολογηθεί, αποδιδόμενη στη λογική ότι το "σπάσιμο" του deal μεταφράστηκε σε επικείμενη κρατικοποίηση και άρα το dilution θα εξαφανίσει τους ιδιώτες και τη συμμετοχή τους, η τόσο ραγδαία αλλαγή στο κλίμα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εύκολα.
Σημειώνεται ότι, χθες, η συντήρηση της ανοδικής έξαρσης στη Eurobank, σε συνδυασμό με την ανοδική αντίδραση μετά το αρχικό πτωτικό δεκάλεπτο της Εθνικής, έδωσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερα πανηγυρικού κλίματος στο Χ.Α.
Χαμηλές τιμές
Πολλοί επενδυτές έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις χαμηλές τιμές, ειδικά στις τράπεζες, και ξεπερνώντας τα λογικά επιχειρήματα που βλέπουν το ιδιαίτερα δύσκολο έργο της ανακεφαλαιοποίησης, προχώρησαν σε τοποθετήσεις.
Eurobank: Ανοδος της μετοχής
Ειδικότερα η μετοχή της Eurobank ξεκίνησε τις συναλλαγές "κολλημένη" στο σχεδόν +30%, καθώς στα πρώτα 20 λεπτά έφτασε στα 0,233 και, παραμένοντας σταθερά σε άνοδο άνω του 20%, έκλεισε τελικά στα 0,234 ευρώ. Συνολικά άλλαξαν χέρια 4.239.662 μετοχές, με τη συνολική αξία συναλλαγών να διαμορφώνεται περίπου στις 958 χιλ. ευρώ.
ΕΤΕ: Νευρικότητα στη μετοχή
Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας φαίνεται να προβλημάτισε περισσότερο, καθώς ξεκίνησε κοντά στο κλείσιμο της Δευτέρας, όμως σταδιακά άρχισε να πιέζεται περαιτέρω, φτάνοντας μέχρι τα 0,424 ευρώ, για να ανακάμψει τελικά με άνοδο έως και 6%, και να κλείσει στα 0,471 ευρώ και άνοδο 1,07%. Συνολικά άλλαξαν χέρια 15.460.903 με συνολική αξία 7 εκατ. ευρώ, ενώ τα κέρδη από τα χαμηλά της Δευτέρας έφτασαν στο 29,4%.