Υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ η αξία των φόρων που εκκρεμούν στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, η οποία επιλαμβάνεται των διαφορών Δημοσίου -πολιτών που προκύπτουν από καταλογιστικές πράξεις φόρων άνω των 50.000 ευρώ.
Αν και η Επιτροπή συστάθηκε (Ν. 3943/2011) για να μειώσει το χρόνο είσπραξης των φορολογικών οφειλών από το Δημόσιο και κυρίως για να περιορίσει τις προσφυγές στα δικαστήρια, τελικώς έχει αναδειχθεί σε σημαντικό εμπόδιο είσπραξης βεβαιωμένων φόρων, καθώς τόσο η ισχνή στελέχωση της όσο και ο περιορισμένος αριθμός των συνεδριάσεων και των περιπτώσεων που εξετάζει σε αυτές, έχουν οδηγήσει στην συσσώρευση μεγάλου αριθμού εκκρεμών υποθέσεων.
Σημειώνεται πως η Επιτροπή έχει δικαίωμα με τελεσίδικη απόφαση ή να διαγράψει τον φόρο ή να τον μειώσει ή να τον αφήσει αμετάβλητο ή να τροποποιήσει την οικεία καταλογιστική πράξη ή να απορρίψει την αίτηση του φορολογουμένου.
Η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών η οποία αποτελείται από έναν πρώην δικαστικό λειτουργό, δύο υπάλληλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Οικονομικών και έναν υπάλληλο του ΣΔΟΕ συνεδριάζει μία φορά σε εβδομαδιαία βάση και διεκπεραιώνει έως και 6 υποθέσεις.
Αποτέλεσμα είναι ο αριθμός των συσσωρευμένων υποθέσεων όλο και να αυξάνεται οδηγώντας σε μεγάλες καθυστερήσεις και αδυναμία του φορολογικού μηχανισμού να βεβαιώσει οφειλές που έχουν καταλογισθεί από φορολογικούς ελέγχους.
Για τις υποθέσεις που υπάγονται υποχρεωτικά στην αρμοδιότητα της Επιτροπής ο νόμος ορίζει προθεσμία τεσσάρων μηνών. Στην πράξη όμως η Επιτροπή εξετάζει τις υποθέσεις και μετά την προθεσμία των τεσσάρων μηνών χωρίς δηλαδή χρονικό περιορισμό.
Από τις 15 Ιουνίου 2012 οπότε και η Επιτροπή τέθηκε σε λειτουργία μέχρι και σήμερα έχουν συσσωρευτεί προς διοικητική επίλυση περισσότερες από 1.300 υποθέσεις που αφορούν σε βεβαιωμένα έσοδα ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ.
Αποτέλεσμα είναι φοροφυγάδες οφειλέτες να μην πληρώνουν τίποτε όσο η υπόθεση τους εκκρεμεί στην επιτροπή και την ίδια στιγμή να λαμβάνουν φορολογική ενημερότητα. Μάλιστα, εάν δεν λειτουργούσε η Επιτροπή, οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι σε περίπτωση άρνησης συμβιβασμού, θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτα το 50% των φόρων- προστίμων και μετά να προσφύγουν στα δικαστήρια.