Το γεγονός ότι η Ελλάδα παίρνει την υψηλότερη βαθμολογία (δηλαδή 8,2 στα 10) στη νέα έκθεση του Lisbon Council και της Berenberg Bank, που αξιολογεί τις επιδόσεις των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και τριών ακόμη, με βάση την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους, την εξωστρέφεια, το εργασιακό κόστος και τις μεταρρυθμίσεις, υπογράμμισε στην ομιλία του στο συνέδριο για την Αναπτυξιακή Στρατηγική που διεξάγεται στον “Δημόκριτο” ο υπουργός Ανάπτυξης, Κωστής Χατζηδάκης
Ο κ. Χατζηδάκης πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι πρώτη τόσο στη δημοσιονομική προσαρμογή όσο και στις διαρθρωτικές αλλαγές, όπου βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, έχει την άριστη κατάταξη (10 στα 10), ενώ σε ό,τι αφορά την εξωστρέφεια, η πρόσφατη επίδοση της χώρας είναι πολύ καλή, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση.
“Συνολικά, αυτή η νέα έκθεση είναι μια επιβεβαίωση πως προχωράμε στον σωστό δρόμο. Και κυρίως, στέλνει το μήνυμα προς τους επενδυτές ότι η Ελλάδα γίνεται χώρα επενδυτικών ευκαιριών, αν και ασφαλώς, πολλά μένουν ακόμη να γίνουν, όχι στο επίπεδο των μέτρων λιτότητας, αλλά στο μέτωπο των διαρθρωτικών αλλαγών”, σχολίασε ο υπουργός.
Παράλληλα, τόνισε ότι: “Η κατάσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, ιδίως δε στον Νότο, είναι αναμφίβολα κρίσιμη. Τα στοιχεία για την απασχόληση και την ανάπτυξη παραμένουν ανησυχητικά. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις βρίσκονται στα όρια της αντοχής τους. Οφείλουμε, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να συνδυάσουμε τα υφιστάμενα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, με νέες πολιτικές ενίσχυσης της ρευστότητας και της κοινωνικής συνοχής”.
Δεν αρκεί η ανακεφαλαιοποίηση
Στην εκδήλωση μίλησε και ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κ. Μίχαλος, που επεσήμανε πως η ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, παρ’ όλο που είναι άκρως απαραίτητη, δεν είναι αρκετή για να επιστρέψει η ρευστότητα στην αγορά, ενώ υπενθύμισε ότι οι πόροι που διοχετεύονται προς τις τράπεζες προορίζονται, και αρκούν, για την αναπλήρωση των κεφαλαίων που έχουν χαθεί, κυρίως στο πλαίσιο της ανταλλαγής των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.
Ο κ. Μίχαλος εξήγησε ότι για να λυθεί το πρόβλημα απαιτείται η ταχύτερη επιστροφή των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αλλά και η άρση του αποκλεισμού τους από τις διεθνείς αγορές, και υποστήριξε πως και τα δύο αυτά ζητούμενα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την πορεία της ελληνικής οικονομίας στους επόμενους μήνες, με τη διατήρηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας και με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
“Η διασφάλιση πόρων ύψους 18 δισ. ευρώ περίπου για τη χώρα μας, στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου, είναι σίγουρα θετική εξέλιξη, δεδομένων και των περικοπών που υπέστη ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Ωστόσο, η αξιοποίηση και αυτών των πόρων θα καταστεί προβληματική, εάν δεν διευκολυνθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση” πρόσθεσε ο κ. Μίχαλος και ζήτησε:
- Αύξηση της στήριξης που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, πέρα από τα προγράμματα που υλοποιούνται τώρα.
- Διάθεση επιπλέον πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ για την ενίσχυση επιχειρηματικών σχεδίων στον τομέα της εξωστρέφειας και της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων.
- Ενίσχυση του ρόλου του ΕΤΕΑΝ, με βάση τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς.
- Αξιοποίηση της εξειδικευμένης εμπειρίας των Επιμελητηρίων, με στόχο την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδίως στην ελληνική Περιφέρεια.
- Ενίσχυση της παρουσίας των επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, με αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου, παροχή φορολογικών κινήτρων, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
- Επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας.
“Η τάση της απομόχλευσης στον τραπεζικό τομέα είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα. Το κόστος του δανεισμού και των υπηρεσιών, ακόμη κι αν μειωθεί κατά τι σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, θα εξακολουθήσει να είναι υψηλότερο απ’ ότι στην περίοδο προ της κρίσης. Κι αυτό γιατί θα πρέπει να αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον βαθμό κινδύνου”, σημείωσε ο κ. Μίχαλος.