Τις δράσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυση της ρευστότητας, της ανταγωνιστικότητας και την επιχειρηματικότητας παρουσίασε σε διεθνή εκδήλωση επιχειρηματικότητας στο ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος” ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ενώπιον εκπροσώπων περισσότερων από 500 εταιρειών, ελληνικών και ευρωπαϊκών.
Ο κ. Σαμαράς τόνισε πως η Ελλάδα ξεπερνά το μέγιστο σημείο της ύφεσης, κάτι που σημαίνει πολλά όχι μόνο για τους πολίτες, αλλά και για τις επιχειρήσεις, ενώ αναγνώρισε πως αυτό γίνεται με τεράστιες θυσίες, όμως ξεκαθάρισε ότι δε θα υπάρξουν άλλα μέτρα λιτότητας.
Ο πρωθυπουργός επεσήμανε την ανάγκη να παραμείνει η Ελλάδα στη σφαίρα της αξιοπιστίας, δηλαδή “αυτά που λέμε, να τα κάνουμε, αλλιώς να μην τα λέμε, και να τα κάνουμε σωστά”, υπογραμμίζοντας πως “αν δεν πετύχουμε, οι θυσίες θα πάνε χαμένες”.
Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα στην αγορά, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την οποία όπως εξήγησε εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά τους, ενώ τόνισε πως θα πρέπει και το κράτος να αποπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς τους πολίτες.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για χορήγηση 1,44 δισ. που θα στηρίξει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα, καθώς και στο Ταμείο Εγγυοδοσίας, το οποίο θα χορηγεί εγγυήσεις για δάνεια επιχειρηματικού σκοπού.
Έμφαση έδωσε εξάλλου ο πρωθυπουργός στην “απενοχοποίηση” της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας. “Αυτές οι λέξεις μέχρι προ ολίγου καιρού ήταν απαγορευμένες”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σαμαράς, προσθέτοντας ότι μόνο μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία θα βγει η Ελλάδα από την κρίση, αλλά και μετά το τέλος της κρίσης αυτό θα είναι το σωστό μοντέλο ανάπτυξης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το φορολογικό σύστημα, ο κ. Σαμαράς υπογράμμισε ότι η μεταρρύθμισή του εστιάζει στο να γίνει η ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική και πιο φιλική στις επενδύσεις, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι για να γίνει πιο ελκυστική η ελληνική οικονομία θα πρέπει να υπάρχουν χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, παρατηρώντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει προσδοκία για μεγάλες επενδύσεις σε μία χώρα με υψηλή φορολογία, όταν οι γειτονικές χώρες έχουν πιο χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.