Αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου η αναδρομική από 1.8.2012 περικοπή των συντάξεων των υπαγομένων στα ειδικά μισθολόγια, ενώ σύμφωνα με τους δικαστές δικαιούνται σύνταξης και οι απολυθέντες επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Η Ολομέλεια, με εισηγητή τον σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Αντώνη Κατσαρόλη, γνωμοδότησε επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών που αφορά την τροποποίηση και βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών κ.λπ. Διατάξεων. Συγκεκριμένα, αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ κρίθηκε από την Ολομέλεια η διάταξη που προβλέπει την αναδρομική, από 1 Αυγούστου 2012, μείωση των συντάξεων όσων υπάγονται στα ειδικά μισθολόγια (δικαστές, στρατιωτικοί, κ.λπ.).
Και αυτό γιατί θίγουν “το νομίμως αναγνωρισμένο περιουσιακής φύσεως δικαίωμα των εν λόγω συνταξιούχων του Δημοσίου για μη μείωση των συντάξεών τους για το χρονικό σημείο πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και έως την 1.8.2012, χωρίς περαιτέρω να προκύπτει ότι η εν λόγω αναδρομική μείωση υπαγορεύθηκε από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος κατόπιν βεβαίως τηρήσεως των αρχών της ισότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας, ενόψει και του γεγονότος ότι όμοια ρύθμιση δεν θεσπίστηκε και για τους λοιπούς εν γένει συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι σημειωτέον υπέστησαν μόνον τις μέχρι τούδε ποσοστιαίες μειώσεις επί των συντάξεών τους”.
Παράλληλα, με άλλη διάταξη του νομοσχεδίου αυστηροποιούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των λογοτεχνών-καλλιτεχνών και περιορίζεται το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται σ' αυτούς στα 720 ευρώ μηνιαίως. Η διάταξη αυτή κρίνεται από την Ολομέλεια δικαιολογημένη, με την παρατήρηση όμως ότι οι ίδιες διατάξεις, κατά το μέρος που περιορίζουν το ποσό της σύνταξης των επίμαχων συνταξιούχων που “ήδη λαμβάνουν σύνταξη αναδρομικώς από 1.1.2013 είναι ασύμβατες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο προστατεύεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα ως περιουσιακής φύσεως”.
Ακόμα, τονίζεται από τους δικαστές ότι η μείωση “των ήδη καταβαλλόμενων σε καλλιτέχνες και λογοτέχνες τιμητικών συντάξεων στο ποσό των 720 ευρώ, αναδρομικά, μάλιστα, από 1.1.2013, πέραν του ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δικαιούχων (άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος), συνιστά προσβολή του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος, που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, χωρίς, περαιτέρω, να προκύπτει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την προσβολή αυτή, αφού, με δεδομένο τον, ούτως ή άλλως, περιορισμένο αριθμό των συνταξιούχων της συγκεκριμένης κατηγορίας, δεν μπορεί να αναμένεται σημαντικό δημοσιονομικό όφελος από την επίμαχη μείωση”.
Επίσης, η επίμαχη ρύθμιση για τη μείωση των τιμητικών συντάξεων αντίκειται και στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), σύμφωνα πάντα με το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο.
Ως προς το άρθρο 1 του νομοσχεδίου, που αναφέρεται στον θεσμό της προκαταβολής της σύνταξης (ύψος, τρόπος υπολογισμού και διαδικασία χορήγησης), οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισημαίνουν ότι καλώς μεν έχει, αλλά είναι εκτός νομοθετικών πλαισίων η διάταξη εκείνη που προβλέπει τη μη προκαταβολή σύνταξης στην περίπτωση της απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μονίμων ή ισόβιων υπαλλήλων. Kαι αυτό γιατί οι επίμαχοι υπάλληλοι, ανεξαρτήτως του λόγου αποχώρησης τους από την υπηρεσία, δικαιούνται συντάξεως.
Εξάλλου, αναφέρεται στη γνωμοδότηση ότι “δεν κρίνεται σκόπιμη” η διάταξη του άρθρου 2 του νομοσχεδίου που προβλέπει την κατάργηση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Υπογραμμίζεται στη γνωμοδότηση ότι είναι αντίθετη στη μέχρι τώρα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η διάταξη εκείνη με την οποία καταργείται η δυνατότητα του συνταξιούχου του Δημοσίου να μπορεί να επαναφέρει σε νέα εξέταση την οριστικώς κριθείσα υπόθεσή του, εφόσον επικαλείται αντίθετη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η κατάργηση της δυνατότητας αυτής, αναφέρουν οι δικαστές, “όχι μόνον δεν αιτιολογείται, αλλά είναι και αντίθετη προς την παγιωθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στο ασφαλιστικό δίκαιο - που για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να ισχύει και στο συνταξιοδοτικό δίκαιο - σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η επανεξέταση οριστικώς κριθείσας υπόθεσης, εφόσον επήλθε μεταβολή της νομοθεσίας, η οποία διέπει τη συγκεκριμένη ασφαλιστική υπόθεση και η οποία έχει και επί της υποθέσεως αυτής εφαρμογή ή εάν επήλθε μεταβολή της επί του κρίσιμου εκάστοτε ζητήματος νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή εάν προέκυψαν νέα κρίσιμα στοιχεία από την νομολογηθείσα έννοια”.
Τέλος, αδικαιολόγητη χαρακτηρίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο τη διάταξη που προβλέπει τον περιορισμό της αναδρομικής καταβολής των συντάξεων σε δυο χρόνια από την έκδοση της πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.