Της Χρύσας Τσιώτση
Οι ευρεσιτεχνίες αφορούν επινοήματα νέα, που εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα και είναι επιδεκτικά βιομηχανικής εφαρμογής. Η ευρεσιτεχνία μπορεί να αναφέρεται σε προϊόν, μέθοδο ή βιομηχανική εφαρμογή.
Για να κατοχυρωθεί μία ευρεσιτεχνία χρειάζεται ο τίτλος της ευρεσιτεχνίας, όπως και η ένδειξη του τεχνικού της τομέα (π.χ εφαρμογή της Πληροφορικής).
Επίσης, πρέπει να περιλαμβάνει το Background και την περιγραφή της ευρεσιτεχνίας με σαφήνεια και λεπτομέρεια ώστε ο μέσος άνθρωπος να μπορεί να κατανοήσει, χρησιμοποιήσει ή/και αναπαράγει την εφεύρεση που αντανακλά η ευρεσιτεχνία.Τέτοιες περιγραφές της εφεύρεσης συνήθως συνοδεύονται από σχέδια και διαγράμματα ώστε αυτή να περιγράφεται πληρέστερα.
Η αίτηση κατοχύρωσης της ευρεσιτεχνίας πρέπει να περιέχει και ποικίλα claims (αξιώσεις) που είναι οι πληροφορίες που καθορίζουν το όριο προστασίας που παρέχεται σε αυτήν.
Μία εφεύρεση για να κατοχυρωθεί ως ευρεσιτεχνία πρέπει να παρουσιάζει κάποιο στοιχείο πρωτοτυπίας και καινοτομίας, ήτοι να πρόκειται περί μίας ιδέας που δεν είναι γνωστή στο γενικό πλαίσιο γνώσης του αντίστοιχου τεχνικού χώρου. Δεν πρέπει δηλαδή να ανήκει στο Prior Art. H εφεύρεση πρέπει να παρουσιάζει ένα καινοτόμο βήμα που δεν μπορεί να κλαπεί από κάποιο άτομο με μέση γνώση του αντίστοιχου τεχνικού χώρου.
Συνηθισμένα παραδείγματα ευρεσιτεχνιών είναι οι επεξεργαστές κειμένου του Word (όπου π.χ κατοχυρώνεται ο τρόπος που αποθηκεύονται τα αρχεία ή ανακτώνται τα δεδομένα) καθώς και διάφορα προγράμματα πλοήγησης, όπως αυτό της Google.
Στην Ευρώπη βάσει της European Patent Convention του 1973 (άρθρο 52) προβλέπεται ότι οι μαθηματικές μέθοδοι, πνευματικές μέθοδοι, επιχειρηματικές μέθοδοι, προγράμματα υπολογιστών και η παρουσίαση πληροφορίας δεν μπορούν να κατοχυρωθούν ως ευρεσιτεχνίες.
Υπάρχει και η θεωρία ότι τα computer programs προστατεύονται βάσει του Copyright. Ωστόσο, βάσει μίας καλά θεμελιωμένης αρχής, η προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων (Copyright) εκτείνεται μόνο στις εκφράσεις και όχι στις ιδέες, διαδικασίες, μεθόδους χειρισμού ή στις μαθηματικές μεθόδους.
Η μέθοδος για την κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας -που θεωρείται και η πλέον ενδεδειγμένη- είναι να υποβάλλουμε αίτηση στο European Patent Office (το κόστος για την αίτηση και έρευνα του patentability της εφεύρεσης είναι περίπου 3000 ευρώ) και οι αρμόδιοι ειδικοί επιστήμονες θα ερευνήσουν και θα αποφανθούν εντός διαστήματος 8-12 μηνών για το αν εφεύρεσή μας είναι δυνατόν να κατοχυρωθεί ως ευρεσιτεχνία ή όχι. H αίτηση αυτή θεωρείται και η καλύτερη διότι η έρευνα και τα αποτελέσματά της θεωρούνται πιο εμπεριστατωμένα και αξιόπιστα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι υπάρχει η διεθνής αίτηση για κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας, αλλά προς το παρόν δεν υφίσταται ο όρος παγκόσμια ή διεθνής ευρεσιτεχνία. Μπορεί όμως ο αιτών στην διεθνή αυτή αίτηση του προς την World Intellectual Property Organization (WIPO) να ζητήσει αναγνώριση της ευρεσιτεχνίας του σε όσες χώρες επιθυμεί και στη συνέχεια το κάθε National Intellectual Property Office θα κρίνει αν η ευρεσιτεχνία θα αναγνωριστεί στη συγκεκριμένη χώρα βάσει των Νόμων περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας που ισχύουν στην εκάστοτε χώρα. Πρέπει η χώρα στην οποία επιδιώκεται η κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας να είναι μέλος της Patent Cooperation Treaty (τα μέλη αυτής της Σύμβασης μπορούν να βρεθούν στο www.wipo.int/pct/guide/en/gdvol1/annexes/annexa/ax_a.pdf).Στα συμβαλλόμενα μέρη περιλαμβάνεται και η Ελλάδα από τις 9 Ιουλίου 1990.
Αν μία εφεύρεση θέλουμε να την κατοχυρώσουμε ως ευρεσιτεχνία μόνο στην Ελλάδα τότε μπορούμε να καταθέσουμε αίτηση με την πλήρη και λεπτομερή περιγραφή της εφεύρεσης στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Για να κριθεί αν μία εφεύρεση δύναται να κατοχυρωθεί ως ευρεσιτεχνία θα πρέπει να δοθούν οι ειδικότερες τεχνικές και λειτουργικές λεπτομέρειες της εφεύρεσης και οι ειδικοί επιστήμονες του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας - κατόπιν έρευνας – θα αποφασίσουν σε ένα διάστημα 8-12 μηνών για το αν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας. Το κόστος για την αίτηση και έρευνα στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας ανέρχεται περίπου στο ποσό των 150-200 ευρώ.
Όσον αφορά το software, επειδή αυτό βάσει του γενικού κανόνα δεν μπορεί να κατχυρωθεί ως ευρεσιτεχνία, αυτό που ενδείκνυται να κάνει αυτός που ενδιαφέρεται να κατοχυρώσει μία software – related ευρεσιτεχνία είναι να χρησιμοποιηθεί στην αίτηση για την κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας μία τέτοια περιγραφή από την οποία να συνάγεται ότι για παράδειγμα πρόκειται για μία μέθοδο ανταλλαγής δεδομένων μέσω υπολογιστών ή μία μέθοδο επεξεργασίας της πληροφορίας που έχει σαφώς τεχνικό χαρακτήρα.
Άλλως, η αίτηση θα μπορούσε να αναφέρει ότι πρόκειται για πρόγραμμα λογισμικού που εκτελεί τη μέθοδο π.χ της αξίωσης 1 (claim 1) ή γενικότερα η εφεύρεση να περιγράφεται ως μία μέθοδος που εκτελεί μία τεχνική εργασία.
Επίσης, η εφεύρεση πρέπει να είναι τέτοιου είδους ώστε να μην μπορεί να προβλεφθεί εύκολα ως μία προφανής τροποποίηση ή βελτίωση ήδη υπάρχοντος λογισμικού συστήματος ή υπάρχουσας επιχειρηματικής, μαθηματικής μεθόδου ή/και παρουσίασης πληροφορίας.
Επίσης μείζονος σημασίας είναι το θέμα της αρχικής περιγραφής της εφεύρεσης, ήτοι πρέπει η περιγραφή να είναι όσο το δυνατόν πιο πλήρης, καθώς όλες οι πιθανές εφαρμογές και τροποποιήσεις θα έχουν ως βάση την αρχική περιγραφή της εφεύρεσης.
Ένας έξυπνος και πρακτικός τρόπος ώστε να κατοχυρώνεται ως ευρεσιτεχνία ένα είδος λογισμικού είναι αυτό να αποθηκεύεται σε chipakia ώστε να μην μπορεί να αντιγραφεί από κάποιον άλλον. Με αυτό τον τρόπο το Software θα θεωρείται Hardware, οπότε σε αυτή την περίπτωση μπορεί να κατοχυρωθεί πιο εύκολα ως ευρεσιτεχνία.
*Η Χρύσα Τσιώτση είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Δίκαιο του Internet και την τηλεπικοινωνιών (LL.M in Information Technology and Telecommunications Law, University of Strathclyde-Glasgow-U.K).