Επείγον να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τονίζει ο υπουργός Οικονομικών
Τη βεβαιότητα ότι η υπερψήφιση από τη Βουλή των προαπαιτούμενων μέτρων, που συμφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα ανοίξει το δρόμο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης από το Eurogroup της 22ας Μαΐου εξέφρασε απόψε, από τη Θεσσαλονίκη, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα αρθεί η αβεβαιότητα που χαρακτήρισε τις οικονομικές εξελίξεις από το τέλος του 2016 μέχρι σήμερα, επιτρέποντας τη βελτίωση όλων των οικονομικών δεικτών.
«Ήδη οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η αγορά κεφαλαίου προεξοφλούν αυτό το αποτέλεσμα» υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας και πρόσθεσε ότι «στο τελευταίο στάδιο των μνημονίων, αυτά που απομένει να γίνουν είναι λίγα, σε σχέση με τον μεγάλο όγκο αλλαγών, που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 έως σήμερα».
Κατά τον κ. Στουρνάρα, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στη συμφωνία με τους θεσμούς, είναι επείγον να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αποτελεί πολύ σημαντικό εμπόδιο στην ανάκαμψη της οικονομίας.
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα, όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα αλλά και η ελληνική οικονομία» υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο μία στις έξι επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά».
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, αναμφίβολα, μία από τις κύριες αιτίες της μεγάλης αύξησης των ΜΕΔ ήταν η βαθειά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και οι επιπτώσεις της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Όμως, και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με εμπόδια διαρθρωτικής φύσης διαδραμάτισαν ρόλο: η αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, η υπερβολική προστασία των δανειοληπτών, η προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων έναντι άλλων κατηγοριών πιστωτών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, η έλλειψη πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η ανυπαρξία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ.
«Αυτό όμως θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον, με μια σειρά πρωτοβουλιών που έχουν ήδη δρομολογηθεί για την αντιμετώπιση των αιτιών που προαναφέρθηκαν και που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα. Η επίλυσή του μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη, καθώς θα επιτρέψει την ανακατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας από μη βιώσιμες σε βιώσιμες επιχειρήσεις και τομείς. Επιπλέον, οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί αναμένεται να συμβάλουν στην επίλυση του ζητήματος των στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι μέχρι τώρα επωφελούνται από το γεγονός ότι η εσκεμμένη αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, δεν επιφέρει άμεσες κυρώσεις» υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Τέλος, ο διοικητής της ΤτΕ, πρόσθεσε ότι για να κινηθεί σταθερά ανοδικά η οικονομία από το σημείο που βρίσκεται σήμερα, είναι επίσης απαραίτητο: Πρώτον, να μην υπάρξουν παλινδρομήσεις στο δημοσιονομικό τομέα, όπου με μεγάλες θυσίες από το 2010 μέχρι σήμερα, επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία χρόνια, αλλά και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί. Δεύτερον, είναι απαραίτητο να εξειδικευτούν το συντομότερο δυνατόν από το Eurogroup, τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος.
Οι προτάσεις της ΤτΕ για την ήπια αναδιάρθρωση του χρέους
«Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους (μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια) μαζί με τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας εφαρμογής πρωτογενών πλεονασμάτων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι το 2020, ενώ μετά το 2020 τα πρωτογενή πλεονάσματα προτείνεται να ανέρχονται στο 2% του ΑΕΠ. Αυτές οι προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν, τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας. Τα παραπάνω, θα ανοίξουν τον δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη. Αυτό θα θέσει σε κίνηση ένα νέο ενάρετο κύκλο, που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, και, σε τελευταίο στάδιο, την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων» κατέληξε.