Οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη συνεχίζουν σήμερα να μην αισθάνονται την οικονομική ανάκαμψη...
Κατά 3,1% μειώνονταν κάθε χρόνο οι μισθοί στην Ελλάδα μεταξύ 2009 και 2016, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύει σήμερα η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI).
Σύμφωνα με την έρευνα, οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη συνεχίζουν σήμερα να μην αισθάνονται την οικονομική ανάκαμψη, καθώς οι μισθοί είναι σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με οκτώ χρόνια πριν, σε επτά κράτη μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, μεταξύ 2009-2016 ο μέσος (αποπληθωρισμένος) μισθός μειώνεται κάθε χρόνο κατά 3,1% στην Ελλάδα, 1% στην Κροατία, 0,9% στην Ουγγαρία, 0,7% στην Πορτογαλία, 0,6% στην Κύπρο, 0,4% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 0,3% στην Ιταλία.
Επιπλέον, στην έρευνα σημειώνεται ότι σε 18 χώρες της ΕΕ οι μισθοί έχουν αυξηθεί με πολύ πιο αργό ρυθμό κατά τη διάρκεια των επτά αυτών ετών που ακολούθησαν την κρίση από ό,τι τα οκτώ χρόνια που προηγήθηκαν. Μόνο σε 3 χώρες -τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία- οι αυξήσεις στους μισθούς κατά την περίοδο 2009-2016 ξεπέρασαν τις αντίστοιχες αυξήσεις της περιόδου 2001-2008.
Ακόμη και το 2016, χρονιά κατά την οποία οι πραγματικοί μισθοί άρχισαν να αυξάνονται, στην πραγματικότητα μειώθηκαν στο Βέλγιο και έμειναν σχεδόν στάσιμοι στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ελλάδα, καταλήγει η έρευνα.
«Αυτές είναι πολύ κακές ειδήσεις, όχι μόνο για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, αλλά και για τις επιχειρήσεις. Αν οι εργαζόμενοι ξοδεύουν λιγότερα, οι επιχειρήσεις υποφέρουν επίσης», δήλωσε η Έστερ Λιντς, γραμματέας της ETUC. «Ήρθε η ώρα για μια πραγματική ανάκαμψη. Οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη χρειάζονται τις αυξήσεις στους μισθούς. Οι μισθοί έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν, αλλά υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος για να ισορροπήσουν τις απώλειες του παρελθόντος», κατέληξε.
Σύγκριση μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα
Παράλληλα, κακά μαντάτα για την πορεία της οικονομίας και της αγοράς εργασίας φέρνει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση του 2017.
Η μείωση των μισθών σε επίπεδα κάτω των 800 ευρώ μικτά για περισσότερους από τους μισούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, η εντυπωσιακή αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, η απόλυτη κυριαρχία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης έναντι της πλήρους απασχόλησης και η σημαντική αύξηση του ποσοστού φτώχειας από το 27,7% που ήταν το 2010 στο 35,7% το 2015, αποτελούν πλέον την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η κατανομή των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι η εξής: έως 799 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800 και 999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Αντίστοιχα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Υπερτερούν μερική απασχόληση και επιχειρησιακές συμβάσεις
Το 2016, οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.
Αντίθετα ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ. Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, οι προσλήψεις για μερική απασχόληση από το 21% που ήταν το 2009 εκτινάχθηκαν στο 54,7% το 2016.
Σχεδόν 30% η πραγματική ανεργία
Όσον αφορά τα εργασιακά, το Ινστιτούτο εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του, καθώς σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 29,6%.
Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.