Τι δηλώνει ο Ιταλός δημοσιογράφος και ποιητής.
Ο συνδιευθυντής της εφημερίδας Il Manifesto, Τομάζο Ντι Φραντσέσκο, μιλά στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη φάση στην οποία βρίσκεται η διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς, για την ανάγκη να τύχουν ευρείας υποστήριξης οι θέσεις της χώρας μας και ειδικότερα για το ότι θα πρέπει να επιτραπεί άμεσα στην Ελλάδα να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Η αναμέτρηση είναι ανοικτή και θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, από το εργασιακό», δηλώνει ο Ιταλός δημοσιογράφος και ποιητής.
Ερ. Πώς βλέπετε την μέχρι τώρα διαπραγμάτευση των θεσμών με την ελληνική κυβέρνηση και το αίτημα της Αθήνας να ξεπερασθεί η μακρά εποχή της λιτότητας;
Απ. Το τελευταίο Eurogroup, αλλά και η συνάντηση της Κριστίν Λαγκάρντ με την Άγγελα Μέρκελ θα μπορούσε να πει κανείς ότι αφήνουν να διαφανεί πως θα δοθεί μια κάποια ανάσα. Στην πραγματικότητα, όμως, η ένταση είναι ακόμη μεγάλη. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τρομακτικές αντιφάσεις και το Brexit υπογράμμισε τη ρήξη με τη Μεγάλη Βρετανία, ενισχύοντας το βάρος της Άγγελας Μέρκελ. Παραδόξως, την ίδια στιγμή, αυξάνεται η παραγωγικότητα και το οικονομικό βάρος της Γαλλίας.
Η Ευρώπη αυτή, πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων και η αστάθειά της είναι εντυπωσιακή: οι ρατσιστικές, ξενοφοβικές και εθνικιστικές δεξιές κινούνται εκβιαστικά και δεν αποκλείεται, στη φάση αυτή, η Ευρώπη που τίθεται υπό πίεση να μπορέσει να καταλάβει ότι πρέπει να αφήσει την Ελλάδα να αναπνεύσει κάπως περισσότερο.
Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Σόιμπλε -με την παραφροσύνη του- είναι ότι όσα ισχύουν για την κεντρική Ευρώπη, πρέπει να ισχύσουν και για την Ελλάδα- και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που με την σειρά της πρέπει να αντιμετωπίσει, μέσα στην χώρα τόσο ρατσιστικές δυνάμεις, όσο και λαϊκιστικές. Εμείς, ως εφημερίδα, επιμένουμε στην υπεράσπιση της ελληνικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ως μιας δημοκρατικής διαδικασίας που κρατά ανοικτό τον δρόμο για την Δημοκρατία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, και τη δυνατότητα της ηπείρου μας να μπορέσει να συνεχίσει, ενωμένη, την πορεία της.
Μια αποτυχία της προσπάθειας αυτής στην Ελλάδα θα ήταν μοιραία για όλη την Ευρώπη. Νομίζω ότι επιτέλους, αυτό άρχισε να γίνεται κατανοητό. Αλλά τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έως τώρα, φαίνεται σχεδόν σαν να τις έχει κληρονομήσει από το ΔΝΤ. Στην ατζέντα των πιστωτών υπάρχουν ακόμη όροι τους οποίους θέλουν να επιβάλουν και προσπαθούν να αναβάλουν την ευελιξία για μετά το 2018. Και η Αθήνα, με το δίκιο της, ζητά τα μέτρα που οι δανειστές ονομάζουν μεταρρυθμίσεις να μην υπερβούν το 1,5% του ΑΕΠ της. Διότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να στηρίξει τους μισθούς και τις συντάξεις, για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες ανάγκες της κοινωνίας. Η αναμέτρηση, δηλαδή, παραμένει ανοικτή -είναι απόλυτα σαφές- και θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, και από το εργασιακό. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνουν αποδεκτά τα αιτήματα του Ταμείου, διότι αυτό θα σήμαινε την εκμηδένιση της δημοκρατικής και συνδικαλιστικής πραγματικότητας της Ελλάδας. Είναι βασικό, αυτή τη στιγμή, η Ευρώπη να απαντήσει θετικά στο αίτημα του Αλέξη Τσίπρα, όπως και πολλών άλλων διεθνών προσωπικοτήτων, να επισπευσθεί η δυνατότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι ακατανόητο να μην μπορεί να δοθεί πράσινο φως, όσο γίνεται πιο σύντομα.
Ερ. Θεωρείτε ότι η Ευρώπη, αργά αλλά σταθερά, αλλάζει στάση και προσεγγίζει την λογική της ευελιξίας και της ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων;
Απ. Θεωρώ ότι βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου και ότι κάποιοι μετατρέπουν την ανάγκη σε φιλοτιμία. Ζήσαμε την κρίση και την τραυματική εξέλιξη του Brexit, η οποία είναι σαφές πλέον και βάσει των δηλώσεων του Γιούνκερ, ότι θα εξελιχθεί σε πολιτική σύγκρουση. Η ανάγκη που γίνεται φιλοτιμία σημαίνει ότι στη σύνοδο της Ρώμης, σε ένα μήνα, θα είναι αδύνατον να επικυρωθεί μια καταστροφική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που συνθέτουν ο κεντρικός, ισχυρός ρόλος της Γερμανίας, το ΔΝΤ, το οποίο υποκαθιστά άλλους παίκτες, και η απόλυτη προτεραιότητα της οικονομικής εξυγίανσης σε βάρος των κοινωνιών μας.
Υπάρχει μια δραματική λαϊκή απάντηση, αλλά και μια εκμετάλλευση της κατάστασης από δυνάμεις που δεν εμβαθύνουν και δεν αναλύουν τα κοινωνικά προβλήματα. Πρόκειται για δυνάμεις που θέλουν να ωθήσουν τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται προς τον εθνικισμό, και κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αποτυχία της Δημοκρατίας σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί αρχίζουν να λένε, λοιπόν, ότι η λιτότητα ισχύει, αλλά πρέπει να ισχύσουν, παράλληλα, η ευελιξία και παρεμβάσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Νομίζω ότι μια βασική απάντηση θα δοθεί, ακριβώς, από τη χρήση και τον ρόλο της ποσοτικής χαλάρωσης, από το αν θα διευρυνθεί και σε άλλες χώρες. Πάνω στο θέμα αυτό, βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη σύγκρουση. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε επιφυλακτικοί, αφού η αναμέτρηση είναι καθοριστική και αφορά και την Ιταλία. Διότι με τα ίδια όπλα που χρησιμοποιούν κατά της Ελλάδας, κάποιοι προσπαθούν να αποκλείσουν την Ιταλία από την μελλοντική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το βασικό ερώτημα που θα πρέπει ακόμη να απαντηθεί είναι: η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να υπάρχει;
Ερ. Πιστεύετε ότι η περίπτωση της Ελλάδας και οι σχετικές εξελίξεις θα αποδείξουν αν η δύναμη της Δημοκρατίας και της πολιτικής μπορούν ακόμη να υπερισχύσουν επί της χρηματοοικονομικής ισχύος;
Απ. Βεβαίως, και θα ήθελα να σημειώσω ότι υπάρχουν και άλλες χώρες οι οποίες άρχισαν να προβληματίζονται σοβαρά. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, εργάζεται αποτελεσματικά στο θέμα των μηχανισμών του χρέους, με την δημοκρατική, αριστερή της κυβέρνηση. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα θα δείξουν αν θα δημιουργηθεί, στην Ευρώπη, μια νέα, πραγματική επίγνωση και αν οι πολιτικές που ακολουθούνται θα αλλάξουν πραγματικά. Ή θα γίνει σαφές ότι υπάρχει πολιτική ικανότητα ελέγχου της κρίσης, ή θα προκύψει οριστικά ότι τα χρηματοοικονομικά κέντρα μπορούν να την κατευθύνουν εκεί που επιθυμούν.
Το ζητούμενο, είναι να μπορέσουν να ελέγξουν την κρίση οι πολίτες και οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις τους. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι στη φάση αυτή άρχισε και η σύγκρουση του νέου αμερικανικού προστατευτισμού με μια Ευρώπη η οποία, έως τώρα, ήταν εξωστρεφής με τις αγορές της. Ή καταφέρνουμε να βρούμε μια συνολική λύση, που να αναγνωρίσει ότι οι κοινωνικές δαπάνες είναι βασικής σημασίας για την πραγματική οικονομία, ή ο κίνδυνος είναι να ενισχύσουμε, όλο και περισσότερο, τον εθνικισμό και τον εξτρεμισμό, σε όλες τι χώρες της ηπείρου μας.