Η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατό για να μπει η χώρα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ και να επιχειρήσει έξοδο στις αγορές
Το κλείσιμο της αξιολόγησης σε εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα ένταξης της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, συνιστά στην τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής το οποίο καταγράφει τις θετικές εξελίξεις με την επαναφορά της οικονομίας σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2016, τη μείωση της ανεργίας και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος υψηλότερου των στόχων.
Το γραφείο Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επαναλαμβάνει τη θέση του ότι η απαίτηση των θεσμών για πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας μετά το 2018 ύψους 3,5% του ΑΕΠ είναι αντιπαραγωγικός και πηγή κινδύνων για την ανάπτυξη.
"Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου). Αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους.
Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές. Η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου). Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας».
Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που αφορά στο διάστημα Οκτώβριος - Δεκέμβριο 2016. Σύμφωνα με την έκθεση «Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σήμαινε επίσης ότι κλείνει σειρά ολόκληρη ευαίσθητων ζητημάτων και, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η ανεργία θα μειωθεί. Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις» επισημαίνουν οι καθηγητές συντάκτες της έκθεσης με επικεφαλής Παναγιώτη Λιαργκόβα.
Οι καθυστερήσεις σε συνδυασμό με τις αρνητικές τάσεις που διαμορφώνονται στο ΔΝΤ για την συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα απειλούν να ελαχιστοποιήσουν το οικονομικό όφελος που αναμένει η χώρα από μία συμφωνία προειδοποιεί η έκθεση, που αποδίδει μέρος των καθυστερήσεων στη δυσκολία να πεισθούν πολιτικοί και κοινωνικοί πυλώνες στη χώρα μας για την ανάληψη των αναγκαίων μέτρων.
Χαρακτηριστικά σ' αυτήν τονίζεται ότι: «Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό. Ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι τότε η διαφορά ανάμεσα σε «αναμενόμενους» ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν».
Σύμφωνα με την έκθεση: «Με την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης για τους εξής λόγους:
- Πρώτον, θα χρειασθεί χρόνος για την πλήρη εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και των τυχόν εκκρεμοτήτων που θα μεταφερθούν στο επόμενο στάδιο.
- Δεύτερον, ακολουθεί αμέσως μετά τη δεύτερη, η τρίτη αξιολόγηση προόδου, που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.
Επίσης, η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα: νέες ιδιωτικοποιήσεις, περαιτέρω ρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, κατάρτιση νέου κώδικα φορολογίας για να απλουστευθεί η τωρινή νομοθεσία κ.α.».
Η Ελλάδα μετά το 2018, όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της. «Αυτά μπορούν να εξευρεθούν είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον ΕΜΣ. Και αυτό το γεγονός αποτελεί πεδίο που δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης» σημειώνεται στην έκθεση.
Ειδικότερα σ΄αυτήν επισημαίνεται ότι: «Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής). Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό σημαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν. Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ΕΜΣ (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ.
Τα πιθανά προβλήματα που θέτει μια πτώχευση είναι προβλέψιμα - νέα καταβύθιση της παραγωγής, τραπεζική κρίση, διακοπή των εισροών από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, αβεβαιότητα και στην περίπτωση εξόδου από το κοινό νόμισμα, υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, έντονες τάσεις για σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που θα απαιτούν μία εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική, κλπ και με το εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να επικρέμαται απειλητικό ως «δαμόκλειος σπάθη». Αλλά, η καθαρά οικονομική ανάλυση υποκρύπτει το σπουδαιότερο ίσως, ότι μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ θα εκλείψει ο «αυτοπεριορισμός» της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες του (και τις ευκαιρίες). Η όποια κυβέρνηση τότε θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μίας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας».
Σε ότι αφορά το 2016 η έκθεση τονίζει ότι η ελληνική οικονομία έδειξε ότι έχει αντοχές και σταθεροποιήθηκε παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ για το 2016 αναμένεται να διαμορφωθεί οριακά γύρω από το μηδέν, μετά την κατακρήμνιση του τα προηγούμενα χρόνια σωρευτικά κατά περίπου 25%. Το γ΄ τρίμηνο σημειώθηκε πάλι μεγέθυνση. Θετικό είναι σύμφωνα με την έκθεση ότι η ανεργία μειώθηκε το 2016 μολονότι εξακολουθεί να κινείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Το γ' τρίμηνο του 2016, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 22,6%, ελαφρά χαμηλότερα από το 23,1% του προηγούμενου τριμήνου και το 24% του αντίστοιχου τριμήνου του 2015. Η απασχόληση, επίσης, αυξήθηκε κατά 1,8% σε ετήσια βάση. Εξαιτίας της αύξησής της και της σταθεροποίησης του μέσου μισθού, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό αυξήθηκαν κατά 0,9% το γ΄ τρίμηνο του 2016, μετά την πτώση κατά 2,9% το 2015.