H ελληνική οικονομία παραμένει εύθραυστη και ο τραπεζικός τομέας της αντιμετωπίζει προβλήματα, παρατηρεί ο διεθνής οίκος αξιολόγησης
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό σχεδόν 3% την περίοδο 2017-2020, εφόσον δεν υπάρξει κάποια μεγάλη αναστάτωση. Ειδικότερα, ο οίκος προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για φέτος, 2,7% για το 2018, 3% για το 2019 και 3,2% για το 2020.
«Βασίζουμε την πρόβλεψη αυτή στην προσδοκία μας για σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση στη ρευστότητα του ιδιωτικού τομέα μετά την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών του δημοσίου και μία σταθερή, αν και σταδιακή, χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων», αναφέρει ο οίκος, προσθέτοντας: «Όλοι αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να ενισχύσουν την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη, όπως και η ολοκλήρωση των ορόσημων του προγράμματος και η αναδιάρθρωση του υψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών. Μία επιτάχυνση του εν εξελίξει προγράμματος ιδιωτικοποίησης, εάν υλοποιηθεί, θα προσείλκυε, επίσης, δυνητικά ξένα κεφάλαια στη χώρα και θα ενίσχυε την επενδυτική δραστηριότητα».
«Παρά τις προβλέψεις μας για σχετικά ισχυρή πραγματική ανάπτυξη, εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία, η οποία έχει χάσει το ένα τρίτο του μεγέθους της από το 2009, θα είναι 15% μικρότερη σε σύγκριση με το 2008. Εκτιμούμε ότι οι επενδύσεις θα ανέρχονται σε λιγότερο από 10% του ΑΕΠ το 2017 σε σύγκριση με περίπου 25% πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», σημειώνει ο οίκος. «Η ανάκτηση αυτής της χαμένης αξίας θα εξαρτηθεί, κατά την άποψή μας, από την ανάκαμψη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα που αντιμετωπίζει προβλήματα», προσθέτει.
Ο S&P εκτιμά ότι οι εκταμιεύσεις δόσεων του προγράμματος θα καλύψουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας, περιλαμβανομένης της αποπληρωμής εμπορικού χρέους περίπου 2 δις. ευρώ τον Ιούλιο του 2017, και να μειώσει τον όγκο των ληξιπρόθεσμων χρεών του δημοσίου.