Η υπόθεση εργασίας πάνω στην οποία εργάζονται οι Βρυξέλλες είναι να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, σύμφωνα με πηγές της Ευρωζώνης
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι στην παρούσα φάση εκ των ων ουκ άνευ για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, τονίζουν καλά πληροφορημένες πηγές της ευρωζώνης που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μια εβδομάδα πριν το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, η υπόθεση εργασίας πάνω στην οποία εργάζονται οι Βρυξέλλες είναι να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, η επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα αμέσως μετά και το κλείσιμο της αξιολόγησης με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ως το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, δηλαδή πριν τις ολλανδικές εκλογές. Αυτός είναι ο πιο σύντομος τρόπος για να κλείσει η αξιολόγηση, επισημαίνουν πηγές της ευρωζώνης.
Εξάλλου, εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM) δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ο ESM συνεχίζει να εργάζεται σκληρά ούτως ώστε το ΔΝΤ να παραμείνει δεσμευμένο στο ελληνικό πρόγραμμα και να συνεχίσει να εργάζεται με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Πηγές της ευρωζώνης επιβεβαίωσαν πάντως ότι η μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, προϋποθέτει ένα νέο πρόγραμμα, κάτι το οποίο είναι δύσκολο και θα πάρει χρόνο (ενδεχομένως και μέχρι τα τέλη του 2017), διότι απαιτείται η επικύρωσή του από εθνικά Κοινοβούλια της ευρωζώνης.
Οι ίδιες πηγές σημείωναν πως η άποψη ότι η μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα με χρηματοδότηση μπορεί να γίνει με μία τροποποίηση του υπάρχοντος προγράμματος δεν είναι ρεαλιστική, προς το παρόν.
Το plan B του Σόιμπλε
Πάντως, σύμφωνα με την Handelsblatt, η προετοιμασία ενός Plan B για το ενδεχόμενο να μη συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ από το Βερολίνο είναι σε πλήρη εξέλιξη.
Σύμφωνα με τη γερμανική οικονομική εφημερίδα, μολονότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διατείνεται ότι το ΔΝΤ θα παραμείνει, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι το Ταμείο θα εγκαταλείψει τελικώς το ελληνικό πρόγραμμα. «Τουλάχιστον ο Σόιμπλε προετοιμάζεται γι' αυτό και σκέφτεται το ενδεχόμενο μιας μονομερούς ευρωπαϊκής διάσωσης. Λίγους μήνες πριν τις γερμανικές εκλογές όμως η ριζική αυτή αλλαγή πλεύσης θα ήταν για την χριστιανική ένωση (CDU/CSU) άκρως επικίνδυνη», σχολιάζει η εφημερίδα.
Δεδομένου όμως ότι το Βερολίνο θέλει να είναι προετοιμασμένο για παν ενδεχόμενο, «κυβερνητικοί κύκλοι εξετάζουν ήδη ποια μορφή θα μπορούσε να έχει μια διάσωση χωρίς το ΔΝΤ». Εάν το Ταμείο αποχωρήσει, το νυν πρόγραμμα θα τελείωνε και θα έπρεπε να διαπραγματευτούμε ένα νέο πρόγραμμα, επισημαίνουν κυβερνητικοί κύκλοι τους οποίους επικαλείται η Handelsblatt. «Τότε όμως μόνον με τον ESM αξιώνουν οι ίδιοι. Διότι το υπόλοιπο της Τρόικας, αποτελούμενο από Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΕΚΤ, δεν είναι αρκετά αξιόπιστο» αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ESM είναι υπό τον έλεγχο του Σόιμπλε και του Βερολίνου, ενώ το σχέδιο του Γερμανού υπουργού είναι να πετάξει εκτός την Κομισιόν που εμφανίζεται διαρκώς στο πλευρό της Αθήνας.
Επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα γιατί αυτή η ξαφνική αλλαγή πλεύσης του Β. Σόιμπλε - ο οποίος έχει χαρακτηρίσει επανειλημμένως τη συμμετοχή του Ταμείου απαράβατη κόκκινη γραμμή- η εφημερίδα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Γερμανός υπ. Οικονομικών προέβη σε λανθασμένες εκτιμήσεις. «Αρχικά ο Σόιμπλε δεν ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα συμμετοχής του ΔΝΤ στην ελληνική διάσωση και το εξέφρασε μάλιστα ανοιχτά (…) το 2010. Εντέλει όμως η καγκελάριος Άνγκελα. Μέρκελ επέβαλε τις απόψεις της. Καταρχήν η στρατηγική φάνηκε να αποδίδει: διότι πέρα από την τεχνική βοήθεια, το ΔΝΤ εκπλήρωνε και έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο: στην Ελλάδα ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλα τα σκληρά μέτρα περικοπών. Στη δε Γερμανία θεωρούνταν εγγύηση για το ότι η Ελλάδα δεν θα λάμβανε βοήθεια χωρίς ανταλλάγματα. Με τον τρόπο αυτό ο Σόιμπλε κατάφερε το καλοκαίρι του 2015 να πείσει διαφωνούντες εντός του κόμματός του να ψηφίσουν υπέρ ενός τρίτου προγράμματος βοήθειας. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της CDU/CSU μάλιστα το συγκράτησε και γραπτώς: περαιτέρω βοήθεια θα υπάρξει μόνον εάν συμμετάσχει το ΔΝΤ. Όπως διαφαίνεται όμως, ο Σόιμπλε μάλλον δεν υπολόγισε σωστά».