Η εγκύκλιος δεν έχει εκδοθεί ακόμη
Στον αέρα παραμένουν όσοι ασφαλίζονται ως μισθωτοί στην κύρια εργασία τους και έχουν μπλοκάκι, καθώς δεν γνωρίζουν τι θα πληρώσουν και πώς θα ασφαλίζονται.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και με όσους εργάζονται με μπλοκάκι και έχουν σύμβαση, δηλαδή εξαρτημένη σχέση εργασίας.
Όπως γράφει ο Ελεύθερος Τύπος, ακόμη και μετά την έκδοση της πρώτης σχετικής εγκυκλίου, κρίσιμα θέματα για τα μπλοκάκια δεν έχουν ξεκαθαριστεί. Η νέα εγκύκλιος δεν έχει εκδοθεί ακόμη. Ωστόσο όταν εκδοθεί αναμένεται να προβλέπει ότι οι εισφορές θα επιμερίζονται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι αν εργαζόμενος με ΙΚΑ έχει και μπλοκάκι σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, θα πληρώνει 20% για ασφαλιστικές εισφορές.
Αν έχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με μπλοκάκι, τότε θα πληρώνει ο εργαζόμενος ο 6,67% και το υπόλοιπο 13,3% ο εργοδότης. Πάνω σε αυτά πρέπει να υπολογιστεί και ποσοστό 6,9% για την υγεία.
Η εγκύκλιος που εκδόθηκε αφορά γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, συμβολαιογράφους, φαρμακοποιούς και εμπόρους.
Ορίζει ότι το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, καθορίζει από 1 Ιανουαρίου 2017 τις εισφορές που θα πληρώνουν ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι.
Ορίζεται ανώτατο και κατώτατο μηνιαίο εισόδημα που αποτελεί κατά μήνα τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης. Ειδικότερα, ως ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των εισφορών καθορίζονται με τα σημερινά δεδομένα τα 586,08 ευρώ, οπότε η χαμηλότερη δυνατή ασφαλιστική εισφορά για κύρια ασφάλιση σε ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους ορίζεται στα 117,22 ευρώ το μήνα (€586,08 x 20%). Σημειώνεται ότι το ποσό αυτό μηνιαίως για κύρια ασφάλιση θα πληρώνουν και όσοι κατά το προηγούμενο έτος παρουσιάζουν ζημιές ή μηδενικά κέρδη.
Ωστόσο ειδικές ρυθμίσεις περιλαμβάνονται για τους νέους επιστήμονες και τα πρώτα 5 χρόνια λειτουργίας τους. Oι νέοι επιστήμονες για τα πρώτα 5 χρόνια λειτουργίας της επιχείρησής τους μπορούν να πληρώνουν μηνιαία, έως και 57,44 ευρώ (14% επί του 70% του κατώτατου μισθού που αντιστοιχεί σε 410,2 ευρώ).
Βάση υπολογισμού των εισφορών ορίζεται το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Και ξεκαθαρίζεται ότι ο υπολογισμός θα γίνεται με βάση το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος. Συνεπώς για το 2017 θα χρησιμοποιηθεί το εισόδημα του 2015 και όταν εκκαθαριστεί, το εισόδημα του 2016. Εάν υπάρξει διαφορά μεταξύ του πραγματικού εισοδήματος και του εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους, θα αναζητείται και θα συμψηφίζεται ισομερώς, σε μηνιαία βάση έως το τέλος του κάθε έτους.