Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε και επίσημα την ολοκλήρωση των συζητήσεων
Χωρίς αποτέλεσμα ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την αζέρικη εταιρία φυσικού αερίου SOCAR για την αποκρατικοποίηση του ΔΕΣΦΑ.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ανακοίνωσε και επίσημα την ολοκλήρωση των συζητήσεων, βάζοντας τέλος σε μια διαδικασία που κράτησε περισσότερα από τριάμισι χρόνια για να καταλήξει άγονη.
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, την ερχόμενη εβδομάδα η κυβέρνηση θα αποφασίσει συλλογικά τα επόμενα βήματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποκρατικοποίηση της εταιρίας αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση. Δεν αποκλείεται δηλαδή η προκήρυξη νέου διαγωνισμού, καθώς στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας είχαν ήδη εμφανιστεί ευρωπαϊκές εταιρίες με έντονο ενδιαφέρον για τον ΔΕΣΦΑ.
Η ολοκλήρωση του προηγούμενου διαγωνισμού προσέκρουσε κατ’ αρχήν σε αιτιάσεις της γενικής διεύθυνσης ανταγωνισμού της Ε.Ε. που έθεσε θέμα περιορισμού της συμμετοχής της SOCAR στον ΔΕΣΦΑ κάτω από το 50% (από 66% που ήταν το «πακέτο» των μετοχών που προσφέρθηκε στο διαγωνισμό), αίτημα που ικανοποιήθηκε από την ελληνική πλευρά, ενώ στη συνέχεια οι αγοραστές ήγειραν θέμα μείωσης του τιμήματος (από 400 εκατ. Ευρώ που ήταν η προσφορά) λόγω της μείωσης με νομοθετική ρύθμιση, των εσόδων του διαχειριστή.
Η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ αναφέρει τα εξής:
«Τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση ήταν σε συνεχείς συζητήσεις με εκπροσώπους των εταιρειών SOCAR και Snam για την πώληση του 66% του ΔΕΣΦΑ. Το κλίμα στις συζητήσεις ήταν εποικοδομητικό. Εντούτοις, η πρόταση που κατατέθηκε από την πλευρά των υποψηφίων αγοραστών σχετικά με απομείωση του τιμήματος (αποπληρωμή σε δόσεις), ήταν νομικά ανέφικτη και θα ακύρωνε τον διαγωνισμό.
Εξετάστηκαν εναλλακτικές προτάσεις που έκαναν οι υποψήφιοι αγοραστές, για τη βελτίωση της αξίας μέσω εγγυοδοτικών μηχανισμών, οι οποίες διαπιστώθηκε τελικά, ότι είναι ανεφάρμοστες εντός του κοινοτικού θεσμικού πλαισίου. Οι προτάσεις της κυβέρνησης αποσκοπούσαν στη βελτίωση της οικονομικής θέσης της εταιρείας, με βάση την αύξηση της ανακτήσιμης διαφοράς των παρελθόντων ετών στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθεσίας. Οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν αποδεχτές, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις να ολοκληρωθούν».