Μπορεί να διεκδικηθεί η μείωση των πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, εκτιμά ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
Στο ζήτημα του χρέους στάθηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, από το βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) για την τουριστική βιομηχανία της χώρας.
«Είναι αναγκαίο να υπάρξει μια ρύθμιση του χρέους, γιατί όπως είπε και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, είναι προϋπόθεση για να ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αυτό είναι προϋπόθεση για να δανειστούμε από τις αγορές με ανεκτά επιτόκια εντός του 2017, ούτως ώστε το 2018 να έχει ωριμάσει αυτή η διαδικασία», επισήμανε ο κ. Δραγασάκης.
«Στη βάση αυτών των εξελίξεων μπορεί να διεκδικηθεί και η μείωση των πλεονασμάτων από το 2018 και μετά», προσέθεσε και επισήμανε ότι «μέχρι και το 2018 μπορούμε να πιάσουμε τους στόχους που έχουμε βάλει, δεν θα χρειαστεί ούτε κόφτης, ούτε άλλα μέτρα. Αλλά μετά το 2018, όχι μόνο θα είναι δύσκολη η επίτευξη αυτών των στόχων, αλλά θα πρέπει να εξασφαλιστεί και δημοσιονομικός χώρος, για να μειώσουμε φορολογικούς συντελεστές, για να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος, και αυτό είναι κάτι το εφικτό, εφόσον υπάρξει μείωση των πλεονασμάτων».
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, αυτός είναι ο άμεσος και ελάχιστος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. «Όχι μόνο γιατί αποτελεί μέρος της συμφωνίας, αλλά και γιατί αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία των στόχων», τόνισε.
Ο κ. Δραγασάκης αναφέρθηκε και στις απόψεις που αμφισβητούν αυτό το γεγονός, «και μας κάνουν μαθήματα ότι "δεν είναι το χρέος το πρόβλημά μας, αλλά άλλα προβλήματα κλπ" ή ότι "το χρέος δεν είναι πρόβλημα για 10 χρόνια"» για να τονίσει: «Μα όταν αιωρείται μια τέτοια αβεβαιότητα πάνω από τη χώρα, ότι αν αυξηθούν αύριο τα επιτόκια το χρέος θα ξαναγίνει μη βιώσιμο, ακόμη κι αν θεωρούσε κάποιος λανθασμένα ότι ήταν βιώσιμο, αυτό σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές. Διότι ο μακροπρόθεσμος επενδυτής κοιτάει όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον».
Και προσέθεσε: «Ζούμε μια στιγμή που διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Υπάρχουν διάφορα στρατόπεδα, κι αυτό που πρέπει να κάνουμε εσωτερικά ως χώρα, να ενισχύουμε εκείνες τις απόψεις, που πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρξει ρύθμιση του χρέους, ότι πρέπει να τελειώνουμε με τα Μνημόνια και τη σκληρή εποπτεία. Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ενισχύουμε άθελα μας απόψεις οι οποίες κατά βάθος αυτό που θέλουν είναι να μην υπάρχει πολιτική αυτονομία και να έχουν διαρκώς τη χώρα δεμένη στο λουρί της επιτροπείας και της υποτέλειας».
«Η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για την τήρηση της συμφωνίας, οργανικό τμήμα της οποίας είναι και οι σχετικές με το χρέος ρυθμίσεις και αναφορές», συμπλήρωσε.
Ο κ. Δραγασάκης έκανε ειδική αναφορά και στην ταχεία ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη βούληση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Όπως είπε, «στόχος της κυβέρνησης είναι να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, γεγονός που θα απελευθερώσει και τις τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, θα δημιουργήσει δεύτερες ευκαιρίες, αλλά και θα απελευθερώσει δυνάμεις που είναι αδρανείς».
Προς την κατεύθυνση αυτή, όπως τόνισε ο κ. Δραγασάκης, έχει διαμορφωθεί για πρώτη φορά ένα πλαίσιο ρύθμισης των κόκκινων δανείων (στεγαστικών-καταναλωτικών-επιχειρηματικών) και αυτό που θα έχει καταλυτική επίδραση και βοήθεια είναι ο εξωδικαστικός διακανονισμός, όπως είπε. Μάλιστα το σχετικό νομοσχέδιο είναι έτοιμο και θα συζητηθεί σύντομα στη Βουλή. Όπως είπε στόχος αυτής της ρύθμισης είναι μεταξύ άλλων η διάσωση των θέσεων εργασίας στο παραγωγικό δυναμικό. «Θέλουμε μια ρύθμιση με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια», τόνισε ο κ. Δραγασάκης.
Αναφερόμενος στις προοπτικές της οικονομίας, ο κ. Δραγασάκης επισήμανε ότι, «σε αντίθεση με τις Κασσάνδρες και τους καταστρφολόγους που ανθούν στην Ελλάδα», σύμφωνα με τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και του αρμόδιου υπουργείου, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια διαδικασία ανάκαμψης που θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια και θα κινηθεί σε ρυθμούς περί του 2,5-3%, «ρυθμοί διόλου ευκαταφρόνητοι μετά από εννέα χρόνια ύφεσης», όπως τόνισε.
«Αυτοί οι αριθμοί συνιστούν στόχους προς επίτευξη και είναι αναγκαία άλλα όχι επαρκής συνθήκη για να βγούμε από την κρίση», είπε και προσέθεσε πως «η έξοδος από την κρίση απαιτεί διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος με ισχυρή και σύγχρονη παραγωγική βάση, δραστική μείωση της ανεργίας, μείωση και δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών».
Ξεκινώντας την ομιλία του, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε στις μεγάλες αντοχές που έχει ο τουρισμός και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός, διότι «υπάρχουν αδυναμίες και προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, στόχοι που έχουν τεθεί αλλά πρέπει να προωθηθούν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, και νέα δεδομένα, εσωτερικά και διεθνή, που πρέπει να αξιολογήσουμε και να ενσωματώσουμε στη νέα αναπτυξιακή στρατηγική».
«Αναφέρομαι σε στόχους όπως η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η αύξηση των εσόδων ανά επισκέπτη, το άνοιγμα νέων αγορών, η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, η αναβάθμιση υποδομών, ο περαιτέρω εμπλουτισμός και η ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, η βιώσιμη σχέση με το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες. Τα θέματα αυτά έχουν συζητηθεί επί μακρόν και το θετικό είναι ότι έχει συνειδητοποιηθεί η σημασία τους και αποτελούν κοινούς στόχους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα», προσέθεσε ο κ. Δραγασάκης.
«Καθιστώντας τον τουρισμό μοχλό ανάταξης και ανασυγκρότησης της ευρύτερης οικονομίας, ενισχύοντας τους δεσμούς και τις διακλαδικές σχέσεις του τουρισμού με την υπόλοιπη οικονομία, πρώτον, βοηθούμε τη συνολικότερη οικονομική ανάπτυξη, δεύτερον, ενισχύουμε την εσωτερική βιωσιμότητα και τις αντοχές της ίδιας της τουριστικής οικονομίας», επισήμανε ακόμη ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το αίτημα του κλάδου του τουρισμού για μείωση των φορολογικών συντελεστών, ο κ. Δραγασάκης ανάφερε ότι στα επόμενα ένα με δυο χρόνια θα μπορούσε να καταστεί αυτό εφικτό, καθώς αυτό είναι συνάρτηση της ανάκαμψης της οικονομίας, της δραστικής περιστολής της φοροδιαφυγής και της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.