"Το τρίτο μνημόνιο πρέπει να πετύχει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη", τονίζουν οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης του γραφείου
«Το τρίτο μνημόνιο πρέπει να πετύχει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη». Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης του δεύτερου τριμήνου του 2016 του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για την ελληνική οικονομία.
Οι συντάκτες της έκθεσης, στην οποία συντονιστής είναι ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, αναφέρουν ότι «δεν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για την ανάπτυξη από την εφαρμογή του νέου μνημονίου».
Επισημαίνουν, όμως, ότι εκκρεμούν μία σειρά από κρίσιμες αποφάσεις τους επόμενους μήνες έως την αξιολόγηση του Νοεμβρίου 2016. «Πρόκειται για αποφάσεις σε εξαιρετικά ευαίσθητους τομείς, που θα προκαλέσουν κατά πάσα πιθανότητα νέες αναταράξεις», τονίζουν. Όπως αναφέρουν, «οι επόμενοι μήνες θα φέρουν νέες δοκιμασίες για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση», εννοώντας τα θέματα που αφορούν τις αλλαγές στα εργασιακά, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.
Στην έκθεση επισημαίνονται τα θετικά σημεία του νέου μνημονίου. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, τα κρίσιμα ερωτήματα είναι εάν αυτή η διαδικασία αλλαγής κατεύθυνσης και θεσμών συνεχισθεί και εάν, σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα θα αποφύγει τον κίνδυνο στασιμοχρεοκοπίας.
Πάντως, στα αρνητικά σημεία του τρίτου μνημονίου περιλαμβάνεται ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας μετά το 2018 της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, ο οποίος, όπως υπογραμμίζεται, δεν είναι ρεαλιστικός, ενώ οι αναβολές σε μία οριστική ρύθμιση του χρέους τροφοδοτούν την αβεβαιότητα.
Στα θετικά του τρίτου μνημονίου, η έκθεση εντάσσει το γεγονός ότι με αυτό εξασφαλίζονται τα απαραίτητα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του Δημοσίου και αποτρέπεται, έτσι, η στάση πληρωμών. Επίσης, ότι τμήμα των επόμενων δόσεων θα κατευθυνθεί για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς την αγορά. Ακόμη, ότι περιλαμβάνει σειρά μεταρρυθμίσεων και θεσμικών αλλαγών στο κράτος και την οικονομία, που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη.
Η έκθεση κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε «στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, λόγω κρατικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων που προστατεύουν συγκεκριμένες ομάδες ή λόγω ανοχής μονοπωλιακών πρακτικών(καρτέλ)».
Οι συντάκτες της έκθεσης χαρακτηρίζουν κρίσιμο ζήτημα την επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, ενώ ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις επικείμενες αλλαγές στα εργασιακά εφιστούν την προσοχή, επισημαίνοντας ότι «η επανάληψη δηλώσεων για ασαφείς γραμμές που η ελληνική πλευρά είναι διατεθειμένη να υπερβεί ("κόκκινες γραμμές") μπορεί να προκαλέσει τον Σεπτέμβριο νέες αβεβαιότητες και να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση της απασχόλησης». Χρειάζονται ευφυείς πολιτικές, σύμφωνα με τους ίδιους, οι οποίοι τονίζουν ότι η προάσπιση της ισχύουσας κατάστασης όπου υπάρχουν εμφανή δισλειτουργικά στοιχεία, όπως είναι η αγνόηση δικαστικών αποφάσεων ή οι αντιπαραγωγικοί περιορισμοί στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται σε μεταβάλλόμενες συνθήκες, είναι αδιέξοδη πολιτική.
Όπως υποστηρίζουν, οι «κόκκινες γραμμές» δεν δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που προκύπτουν από την κατάσταση της χώρας, όπως: Τι ακριβώς πετυχαίνουν οι υπουργικές αποφάσεις απαγόρευσης των απολύσεων ή σε ποιον βαθμό οι κανόνες για τη λήψη απόφασης διενέργειας απεργίας είναι δυσλειτουργικοί;
Στην έκθεση επισημαίνονται οι κίνδυνοι που υπάρχουν και μπορούν να οδηγήσουν στη μη ανάκαμψη της οικονομίας και στην παγίδευσή της σε μία κατάσταση στασιμότητας. Μεταξύ αυτών, «είναι η μείωση των εξαγωγών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2016 (μείωση 11,7%) και το κύμα χρεοκοπίας μεγάλων επιχειρήσεων, το συγκεκριμένο μείγμα οικονομικής πολιτικής, το οποίο επιβάλλει εμπροσθοβαρώς νέα λιτότητα και, ιδιαίτερα, τα φορολογικά μέτρα που επιβαρύνουν την κατανάλωση και μπορεί να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο για επενδύσεις. Παράλληλα, μεγάλη αβεβαιότητα δημιουργεί ο Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής, όπου τυχόν ενεργοποίησή του, παρά τις ελπίδες της κυβέρνησης ότι δεν θα ενεργοποιηθεί, θα υπέσκαπτε τις προοπτικές σταθερής ανάπτυξης».